Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Οι Ελαφροῒσκιωτοι

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Είχε κινήσει αποβραδίς, μισή ώρα πριν κρυφτεί στο βουνό ο ήλιος, ο Αγάλλος Μανουήλ Αγάλλου να πάει πίσω μακριά, στ' Αρβανίτη τ' Μανώλη τ' Σουφριά , όχι στον Αραδιά, στης Κεχριάς το ρέμα.

Δεν ήταν και πολύ σιμά, αλλά δεν ήταν και πολύ μακριά ο νερόμυλος, λιγότερο από δύο ώρες με τα πόδια.

Αλλά στο δρόμο είχε αργοπορήσει, ποιος ξέρει γιατί.

Ίσως θυμόταν την πριν λίγα χρόνια τερπνή και ευάρεστη και ζηλεμένη θέση του, όταν ήταν γαμπρός ωραίος και περιζήτητος, με μακριά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορεί στραβά ως το αυτί.

Και τη σύγκρινε με τη σημερινή κατάστασή του, να κάθεται γυναίκα, να έχει χάσει όλη τη δρόσο και την περιποίησή της, να σε καρτερεί στο νερόμυλο με δύο παιδιά, οπού το ένα να διηγείται παραμύθια στο άλλο.

Βεβαίως η δεύτερη θέση τον συγκινούσε κάπως, αλλά η πρώτη του φαινόταν πλέον επιθυμητή και ευχαρίστως θα δεχόταν να ξαναρχίσει πάλι.

Βάλε με το νου σου, οκτώ χρόνια να είσαι αρραβωνιασμένος, με δύο αρραβωνιαστικιές, πότε με τη μία πότε με την άλλη, κάποτε συγχρόνως και με τις δύο.

Αν καλοπέρασε ποτέ γαμπρός στον κόσμο, καλοπέρασε κι αυτός.

Και η γριά-Αγάλλαινα, ας είναι άγια τα κόκκαλά της εκεί που είναι, ήταν πολύ ευχαριστημένη.

Ερχόταν του Χριστού, χριστόψωμα η μία αρραβωνιαστικιά, χριστόψωμα η άλλη. Λοκμάδες η πρώτη, τηγανίτες

η δεύτερη. Σε οκτώ ημέρες πάλι του Αγίου Βασιλείου, βασιλόπιτα η μία, βασιλόπιτα η άλλη.

Ερχόταν πάλι η Λαμπρή, χαμαλιά εκείνη, μπακλαβά αυτή.

Ερχόταν του Αγίου Αγαθονίκου, μπακλαβά η Σμαράγδω, μπακλαβά η Αφέντρα.

Και δως του η Μπονώραινα η επιτήδεια τεχνίτισσα, χαμαλιά και δως του μπακλαβάδες.

Και την κάθε φορά αύξανε το μέγεθος των χαμαλιών και το πάχος του μπακλαβά διπλασιαζόταν.

Αλλά η πρώτη δε μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη δεύτερη.

Ήταν η άτυχη, πεντάρφανη, ποιος να την προστατεύσει, ποιος να της πει καλό στα συμπεθερικά της.

Η άλλη είχε και παρά είχε γονείς, ώστε της περίσσευαν και οι αδελφοί της, που με την βρατσέρα, της κουβαλούσαν καλούδια και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια.

Για τούτο και νίκησε αυτή.

***

Άμα νύχτωσε, η Αφέντρα άναψε το λύχνο, έκλεισε την πόρτα της και αφού έπλυνε τα αγριολάχανα, τα έβαλε στο μικρό χάλκωμα, έχυσε νερό μέσα, έριξε ξηρά ξύλα στο τζάκι και ανέβασε το χάλκωμα στην πυροστιά, έπειτα άρχισε να φυσά τη φωτιά.

Τα δύο της παιδιά, καθισμένα πάνω στην ψάθα, έπαιζαν, η Λενιώ με την κούκλα της, ο Μανώλης με το καραβάκι του.

Η πρώτη, πέντε ετών δοκίμαζε να πει ένα παραμύθι στον δεύτερο, τεσσάρων ετών, ο οποίος έχασκε να την ακούει.

Άρχιζε δε πάντοτε από στίχους:

Άδζα μάννα, βάτος μαμή, αητός μ' επήρε . . .

Σχεδόν δεν ήξερε να πει άλλα.

Αλλά και τόσα αρκούσαν για το Μανώλη.

Η Λενιώ παρακαλούσε τη μητέρα της να πει τα υπόλοιπα.

— Πώς το λένε, μάννα;

— «Αητός μ' επήρε, στο δέντρο μ' ανέβασε».

— Ύστερα; ύστερα; ρωτούσε το Λενιώ.

— Ύτελα; επαναλάμβανε και ο Μανώλης.

— Και η Αφέντρα διηγούταν με λίγες λέξεις, πως μία γυναίκα που γεννήθηκε από το γαστροκνήμιο (γάμπα) ανδρός με τη βοήθεια ενός βάτου αγαπήθηκε από το βασιλιά και έπειτα από τη διαβολή της πεθεράς της, εγκαταλείφτηκε απ΄αυτόν και καταδικάστηκε να βόσκει χήνες.

Στο δέντρο μ' ανέβασε, γριά μ' εξεπλάνεσε.

Και η Αφέντρα σκύβοντας φυσούσε τη φωτιά, διακοπτόμενη μόνο για να πει στα παιδιά της.

— Τώρα θα ΄ρθεί ο πατέρας σας . . . όπου είναι, έφτασε. Να κάμετε φρόνιμα . . . Θα σας φέρει καλούδια . . . Στραγάλια και μύγδαλα.

— Ταάλια κι μύλαλα! επαναλάμβανε ο Μανώλης με το στόμα ανοικτό.

Εντούτοις περνούσε η ώρα και ο Αγάλλος δε φαινόταν.

Η Αφέντρα δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι ο σύζυγός της ήταν «αργοστόλιστος». Έμοιαζε με τη νύφη που αργεί να στολισθεί και, ως νύφη, περπατούσε καμαρωμένα.

Α! νύφη! . . . Υπήρξε και αυτή νύφη . . . Το θυμόταν ακόμη . . .

Και πώς να το ξεχάσει; Οκτώ χρόνια, η πεθερά της, «τους είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη», αυτής και των οικείων της.

Ο Αγάλλος ήταν περιμάχητος γαμπρός. Οκτώ χρόνια, δέκα έξι μπακλαβάδες, εικοσιτέσσερις σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω από σαράντα κότες και πίττες. Και ποιος τα λυπάται αυτά; Μόνο εκατό φορές πείσματα, κακιώματα.

Πότε με τη μία αρραβωνιαστικιά τα χαλνούσε, πότε με την άλλη.

Κατ' αρχάς είχε δώσει σημάδια στην άλλη. Ύστερα τα χάλασε κι «έδεσε παντρειές» μ' αυτήν. Κατόπιν τα σκαρώνει πάλι με την άλλη και γυρίζει πίσω την αρραβώνα σ΄ αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλι με την Αφέντρα.

Και ήταν όμορφος γαμπρός, να έχει ζωή και τον αγαπούσαν και οι δύο.

Από την άλλη ήταν βέβαια πολύ όμορφος, πίστευε η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης. Πολύ πιο όμορφος ήταν ακόμη και από την Αφέντρα, η οποία ήταν ισχνή, χλωμή και αδύνατη.

Τέλος, αφού έκαμε τελευταία βόλτα προς τη Σμαράγδω και όλη την εβδομάδα δεν τον είχαν δει στα μάτια, ανέλπιστα την Κυριακή το μεσημέρι, οι δύο αδελφοί, οι οποίοι είχαν φθάσει το Σάββατο με τη βρατσέρα, τον καταφέρνουν, βγάζουν τις άδειες και τον στεφανώνουν την Κυριακή το βράδυ με την Αφέντρα.

*** 

Μόλις πρόλαβαν οι συγγενείς της να στολίσουν τη νύφη.

Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια.

Είχε κεντήσει η ίδια τον ήλιο και το φεγγάρι στα μανίκια του μεταξωτού κόκκινου υποκαμίσου της.

Στη σκούφια της πάλι είχε κεντήσει μεγάλη γλάστρα, με λουλούδια και με κλαδιά. Και στην τραχηλιά της είχε κεντήσει, διάφορες κλάρες.

Είχε και ωραία προμάνικα ανασηκωμένα από βαρύτιμο ρωσικό χρυσοΰφαντο. Και το ποδογύρι ολόχρυσο, τρεις σπιθαμές πλατύ.

Η πεθερά της, μόλις είχε πεισθεί την τελευταία ώρα να δώσει την ευχή της, σκληρυνόμενη έως τότε, λέγοντας ότι πόνεσε την άλλη, ότι την λυπάται, ως ορφανή.

Τέλος φόρεσε τα καλά της και ήλθε, φορώντας τη μαύρη μαντήλα της χηρείας της και επιφυλάχθηκε να φορέσει χρωματιστή «πολίτικην», τη στιγμή μόνο που θα έπρεπε να ασπασθεί τα στέφανα.

Ήλθε και η ανδραδέλφη της και στάθηκε ψηλή, σιμά στην τέμπλα, άλλη τέμπλα έμψυχη αυτή, πλατιά, ακίνητη, στολισμένη σαν νύφη.

Γιατί η τέμπλα δεν είναι να λείψει από την αίθουσα όπου θα τελεσθεί ο γάμος.

Στρώματα και παπλώματα και κιλίμια, επιμελώς διπλωμένα, προσκέφαλα, σεντόνια, σωρεύονται με τάξη και κόσμια κατά τον τοίχο, σε μία γωνία του θαλάμου, καλύπτονται με μεταξωτό σεντόνι, και επιστέφονται με δύο προσκεφαλάδες με μεταξωτά περιβλήματα. Αυτή είναι η τέμπλα.

Αφού έφθασε με τα βιολιά ο κουμπάρος, ήλθαν και οι καλεσμένοι, ύστερα οι παππάδες και άρχισε η τελετή. Ανταλλάχτηκαν τα δακτυλίδια, έπειτα τα στέφανα, διαβάστηκαν οι ωραίες ευχές, ψάλθηκε το «Ησαΐα χόρευε», έφεραν γύρο τρεις φορές, έραναν τους νεόνυμφους με ρύζι και με κουφέτα και τέλος ο Παπα-Νικόλας, με το σκληρό και οστεώδες χέρι του, πιάνοντας από το βραχίονα ένα οκτώ ετών παιδί, το οποίο είχε μάννα και πατέρα, το ώθησε ανάμεσα στους νεόνυμφους και χώρισε διά της κεφαλής του παιδιού τα συνδεδεμένα χέρια τους, ευχόμενος μεγαλοφώνως·

— Όλο κεφαλάδες.

Ακολούθως ο γαμπρός, πήρε το μεγάλο δίσκο και κέρασε ο ίδιος τους ιερείς, τον κουμπάρο και τους καλεσμένους, ενώ η νύφη στεκόμενη ορθή, μεταξύ της τέμπλας και της ανδραδέλφης της, καμάρωνε και χρειαζόταν να της σείουν από πίσω την κεφαλή ήρεμα οι παράνυμφες, στολισμένες όλες παριστάμενες, για να απαντήσει διά κατανεύσεως στις άφθονες ευχές των καλεσμένων: «στερεωμένοι, καλορρίζικοι, με γιους», ενώ μόλις κινούνταν τα χείλη της χωρίς να ακούεται η φωνή της, λέγοντας «ευχαριστώ».

*** 

Εντωμεταξύ, ο μπάρμπα-Γκιουλής, ο κατ' αποκοπή μάγειρας όλων των γάμων, είχε ανάψει κάτω στην αυλή του σπιτιού, δύο μεγάλες φωτιές και στη μία ανέβασε τεράστιο ρακοκάζανο, τεμαχίζοντας μέσα σ΄αυτό, οκτάμηνο πρόβατο και άρχισε να το τσιγαρίζει για να κάμει το συνηθισμένο στους γάμους περσικό πιλάφι, ενώ στην άλλη φωτιά, αμέσως μόλις έγινε ανθρακιά, έβαλε παράλληλες δύο σούβλες με δύο άλλα σφαχτά.

Σκύβοντας ανάμεσα στις δύο φωτιές, με το ένα χέρι γύριζε τη σούβλα, με το άλλο χειριζόταν την τεράστια κουτάλα, με την οποία ανακάτωνε και τσιγάριζε το κρέας με τα κρεμμύδια.

Ήλθε και ο γέρο-Σιγουράντσας αυτόκλητος βοηθός, για να γυρίζει την άλλη σούβλα.

Μόλις άρχισε να ροδοκοκκινίζει το ψητό, μόλις άρχισε να μυρίζει προκλητικά το τσιγαριστό και ο Γκιουλής, βγάζοντας το μαχαίρι από το πλατύ κίτρινο ζωνάρι του, άρχισε να κόβει γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά και με την κουτάλα έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστό.

Καταβρόχθιζε αυτός τρία, για προφταστήρα, όπως έλεγε, έδινε και στον γέρο-Σιγουράντσα ένα, για ψυχόστασμα και συγχρόνως βλέποντας δύο ή τρεις άλλους πρόθυμους μουστερήδες, από εκείνους τους οποίους οι παλαιοί αποκαλούσαν «μνάμονες» και οι οποίοι φαίνονται σαν να κρατούν κατάστιχο ακριβές με πιστές χρονολογίες για όλες τις γεννήσεις, τους γάμους και μάλιστα τα εορταζόμενα στις μνήμες των Αγίων ονόματα, άρχισε να τους διώχνει με ονειδισμούς και απειλές, όμοιος με τη γάτα του σπιτιού, που επανευρίσκει όλη τη φύση της τίγριδας και ανορθώνοντας τις τρίχες και γρύζουσα ύπουλα και αιφνιδιαστικά σχίζει τους οφθαλμούς του απονήρευτου και από έμφυτο μόνο ερχόμενο επιδρομέα σκύλου.

Ένας απ΄τους καλεσμένους που άκουσε από πάνω την τραχεία φωνή του Γκιουλή, με την οποία έδιωχνε τους ενοχλητικούς απαιτητές (τους οποίους αυτός ο ίδιος είχε αποπέμψει προ ολίγου από την οικία, αφού τους φίλεψε δύο και τρεις φορές μπακλαβάδες και μαστίχες και ρούμια), πρόβαλε από το παράθυρο και βλέπει τον Γκιουλή, ο οποίος ήταν κεκηρυγμένος εχθρός του μπακλαβά και όλων των γλυκυσμάτων, κάνοντας γενναία εγχείριση με την πλατιά μαχαίρα του επί των νεφραμιών του ροδοκοκκινίζοντος ψητού.

Τότε αυτός ο καλεσμένος, όχι μόνο δεν του έκανε παρατήρηση, αλλά αισθανόμενος και αυτός την όρεξή του να τον κεντά, πήρε λαθραία μία από τις πολλές φλάσκες, τις οποίες είχαν φέρει γεμάτες οίνο οι καλεσμένοι και κατεβαίνοντας ήρεμα στην αυλή, την πρόσφερε στον Γκιουλή, ο οποίος ρούφηξε όχι μέτρια δόση και κόβοντας με ευγνωμοσύνη μεγάλο μεζέ τον αντιπρόσφερε στον διακριτικό άνθρωπο.

Μετά δύο δε ή τρεις αμοιβαίες φιλοφρονήσεις η φλάσκα μέσασε.

Αλλά έμελλαν οπωσδήποτε να ψηθούν τέλος τα δύο σφαχτά, όφειλε και το πιλάφι να γίνει επιτέλους.

Τότε ο Γκιουλής, κατέβασε από τη φωτιά το πελώριο ρακοκάζανο, μετατόπισε και τις δύο σούβλες και αφού ανακάτωσε, ανακάτωσε το ρύζι κι έφαγε δύο ή τρεις κουταλιές για να το δοκιμάσει, άρχισε να κενώνει σε πλατιά βαθουλά πιάτα το πιλάφι, να κόβει δε σε μεγάλα τεμάχια τα δύο ψητά, εξακολουθώντας εντωμεταξύ να διπλοδοκιμάζει τη γεύση τους.

Αλλά ήταν καιρός να μεταφερθούν τέλος επάνω στο σπίτι τα γεμάτα πινάκια και οι καλεσμένοι στρώθηκαν σε μακρότατη σειρά, κατά μήκος και πλάτος του μεγάλου δωματίου και έφαγαν και ευφράνθηκαν προς τιμήν των νεονύμφων.

Τότε οι διάφορες φλάσκες και φιάλες, άρχισαν να κυκλοφορούν κατά πολλές διευθύνσεις στις τάξεις των συμποσιαστών.

Και ο μπαρμπα-Κωσταντής ο Ξέσουρος, θείος της νύφης, κρατώντας με το αριστερό χέρι ακουμπημένη στο γόνατό του, μεγάλη χιλιάρικη και με το δεξιό μικρό πενηντάρικο ποτήρι, κερνούσε τους καλεσμένους, προσφέροντας φιλόφρονα ένα ποτήρι στον πρώτο γείτονά του προς τα δεξιά, έπειτα πίνοντας μετριόφρονα και αυτός ένα, έπειτα κερνώντας ένα τον πρώτο γείτονά του προς τα αριστερά, πίνοντας και αυτός ένα, για να διπλοχαιρετήσει, έπειτα μεταβιβάζοντας ένα ποτήρι στο δεύτερο προς τα δεξιά γείτονά του, ρουφώντας και αυτός ένα για να αποδώσει το χαιρετισμό και ούτω καθεξής.

Μεγάλη δε υπήρξε η ευθυμία και το πάτωμα κινδύνευσε να πέσει από το χορό.

Η χαρά εκείνη διήρκεσε επί εβδομάδα.

Τον γάμο αυτόν, έλεγε η Αφέντρα, θα τον θυμάται ακόμη για πολύ καιρό το χωρίο.

*** 

Από μια ώρα ήδη είχε γίνει σκοτάδι και ο λύχνος νυσταγμένα έφεγγε το φτωχικό δωμάτιο, το χωρισμένο μέσα σε αυτό το κτίριο του μύλου και η παραστιά έκαιγε παρήγορα στη γωνία και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά μοναχή της, με κόπο διαλέγοντας αυτά ανάμεσα στη χιονισμένη πλαγιά του ρέματος, μεταξύ βράχων και θάμνων που περικύκλωναν ολόγυρα τον πενιχρό νερόμυλο, κάτω από τους γηραιούς πλατάνους, είχαν βράσει.

Ο Αγάλλος εντούτοις δεν ερχόταν και η Λενιώ εξακολουθούσε ακόμη να διηγείται προς τον αδελφό της το παραμύθι.

Είχε ήδη δέκα φορές επαναλάβει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους συνοψίζοντες στο στόμα της ωραίας του παραμυθιού, την παράδοξη ιστορία της και ακόμη δεν τους είχε μάθει.

Βρισκόταν δε τώρα στους τελευταίους στίχους:

Γριά μ' εξεπλάνεσε σ' βασιληά τα χέρια.

Κι επικαλούταν τη βοήθεια της μητέρα της, η οποία συμπλήρωνε το τραγούδι ως εξής:

Σ' βασιληά τα χέρια . . . βασιληάς με τ' μάννα τ' κι εγώ φλάω τα χηνάρια.

Και η Λενιώ πριν τους μάθει αυτή, φιλοτιμείτο να διδάξει στον Μανώλη τους στίχους, ο οποίος τραυλίζοντας επαναλάμβανε:

Σληά μ' εξεπλάνεσε σ' βασιληά τα χέλια.

Ξαφνικά ακούσθηκε κρότος. Χτυπούσαν έξω από την πόρτα, στην οποία είχε βάλει το σύρτη από μέσα η Αφέντρα, όπως συνήθιζε όταν ήταν στο νερόμυλο μόνη με τα παιδάκια της.

Η Αφέντρα, με κίνημα χαράς σηκώθηκε, πήρε το λύχνο, κατέβηκε τα τέσσερα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας, από την οποία ανέβαινε κανείς από το έδαφος του μύλου στο θάλαμο και πήγε ν' ανοίξει την εξωτερική πόρτα.

Τα παιδιά σκιρτώντας έτρεξαν πίσω της.

Πριν ανοίξει ακόμη την πόρτα η Αφέντρα, ακούσθηκε απ΄έξω γυναικεία φωνή.

— Τι κλειστήκατε, θα πω, μέσα; ακόμη δε νύχτωσε.

Δεν ήταν ο Αγάλλος. Η Αφέντρα γνώρισε τη φωνή.

Ήταν η μητέρα της.

Η γριά μπήκε, κρατώντας καλάθι στον αγκώνα κι έχοντας τη μαύρη φουστάνα της περασμένη από κάτω στο χερούλι του καλαθιού, φορώντας μόνο επάνω της το κοντό παλαιό ξασπρισμένο φουστάνι της, μάλλινα τσουράπια τρύπια στα δάκτυλα και τις φτέρνες και ξυπόλητη.

Τα παιδιά όρμησαν αμέσως στο καλάθι κι έψαξαν να βρουν τι κρυβόταν μέσα σ΄ αυτό, κάτω από τη διπλωμένη φουστάνα, ελπίζοντα ότι θα τους είχε φέρει η μάμμη κάτι τι για να τα φιλέψει από το χωριό, αλλά δεν βρήκαν παρά μόνο τα παλαιά τσόκαρα της γριάς, τα οποία αυτή έβαζε πάντοτε μέσα στο καλάθι, προτιμώντας να βαδίζει ξυπόλητη, για να είναι ελεύθερα τα πόδια της και για οικονομία.

Η Αφέντρα, βλέποντας ότι ήρθε η μητέρα αντί του συζύγου, υπέθεσε ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει στην πολίχνη να διανυκτερεύσει, όπως ενίοτε έκαμνε και δεν παραξενεύθηκε πολύ.

Αλλά άμα ανέβηκαν στο θάλαμο η γριά-Συνοδιά, βλέποντας ότι έλειπε ο Αγάλλος ρώτησε.

— Πού είναι ο άντρας σου;

Η Αφέντρα την κοίταξε με απορία.

— Δεν τον άφηκες στο χωριό;

— Όχι, έφυγε μια ώρα μπροστήτερα από μένα.

— Για δω;

— Για δω.

— Και πώς δεν ήρθε;

— Πώς, δεν ήρθε μαθές;

— Τι γίνηκε;

— Τι γίνηκε, σ' ερωτώ κι εγώ!

Εναγώνια ανησυχία κυρίευσε τις δύο γυναίκες.

Η Αφέντρα συνένωσε τα χέρια με απόγνωση.

— Τι να έπαθε τάχα;

— Πού είναι τος;

— Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για νά ΄ρθεις και συ; άρχισε να παραπονείται η Αφέντρα.

— Δεν ήμουν σίγουρη, εγώ είχα δουλειές. Ή έρχομαι ή δεν έρχομαι του είπα. Πήγαινε συ, του είπα, να μη νυχτώσεις κι εγώ, όπως δω.

Εγώ είμαι μαθημένη να περπατώ τη νύκτα στα ρέματα.

Πράγματι, όλοι τους ήταν συνηθισμένοι σε νυκτερινές οδοιπορίες στα όρη και τις κοιλάδες.

***

Οι δύο συμπεθέρες, η θεια-Συνοδιά, και η μάννα του Αγάλλου η μακαρίτισσα, είχαν δύο νερόμυλους στης Κεχρεάς το ρέμα.

Ο μύλος ο πατρικός του Αγάλλου, είχε χαλάσει προ πολλού και ήταν έρημος τώρα.

Αλλά ο μύλος της Συνοδιάς,  19που είχε χηρεύσει τελευταία από τον άνδρα της, ήταν σε ακμή ακόμη.  Ο Αγάλλος, επειδή ήταν συνηθισμένος να έχει μύλο, απαίτησε το μύλο ως προίκα και η θεια-Συνοδιά αναγκάσθηκε να τον δώσει. Και οι δύο οικογένειες, από γονέων και προγόνων, είχαν ανατραφεί εν μέρει στην πολίχνη, όπου είχαν σπίτια, εν μέρει στης Κεχρεάς το ρέμα, που είχαν τους μύλους τους.  Γυναίκες και άνδρες, παιδιά και κορίτσια, δεν φοβούνταν να περπατούν τη νύκτα στο δάσος. Τους έλεγαν λίγο «ελαφροΐσκιωτους», αλλά αυτοί δεν φοβούνταν τα στοιχειά.

Είναι αλήθεια ότι οι ίδιοι διηγούνταν πολλές φορές, ότι έβλεπαν εξωτικά πράγματα, αλλά μιλούσαν με φιλόφρονη γλώσσα για τα φαντάσματα.

Δεν τους κατέτρεχαν, δεν τους έκαναν κακό.

Είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους.

Ο Αγάλλος διηγούταν πολλές φορές, ότι είχε δει νεράιδες με τα μάτια του, ότι του είχαν μιλήσει, αλλά αυτός φυλάχθηκε καλά να τους δώσει απάντηση, γνωρίζοντας ότι είχαν τη δύναμη «να του πάρουν τη μιλιά του».

Μία φορά πάλι παρουσιάσθηκε μπροστά του, όταν ήταν παιδί, στο μύλο του πατέρα του, η Μοίρα του και του είχε δώσει με το χέρι της ένα φλωρί. Το βεβαίωνε και είχε ακόμη το φλωρί και το έδειχνε.

Μη νομίσει κανείς ότι ήταν απατεώνας, ότι δεν πίστευε ο ίδιος ότι έλεγε. Τουναντίον. Το πίστευε με τα σωστά του.

Εμπρός όμως στη θεια-Συνοδιά, κανείς δεν μπορούσε να παραβγεί όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα.

Αυτή είχε εκ γενετής φιλικότατες σχέσεις με τις νεράιδες. Γνώριζε τα στοιχειά, τους αράπηδες με την τσιμπούκα, τις λάμιες και τους καλικάντζαρους, που έρχονται τώρα τα Χριστούγεννα.

Το στοιχειό του σπιτιού, ποτέ δεν κάνει κακό.

Φανερώνετε πότε σαν ήμερο αρνάκι, πότε σαν κλώσα με τα πουλιά. Οι νεράιδες αγαπούν να βγαίνουν την ημέρα στον ήλιο, όταν είναι ζέστη, καταμεσήμερα και να χορεύουν.

Να μη γελασθείς και ανοίξεις το στόμα σου, να τους μιλήσεις, γιατί θα σου πάρουν τη φωνή να μείνεις βουβός.

Ο αράπης με την τσιμπούκα του, η καντίνα με τον φερετζέ της, βγαίνουν τη νύκτα στα ρέματα και κάθονται κοντά στις βρύσες.

Οι καλικάντζαροι αγαπούν να σκιάζουν τον κόσμο, να κρύβονται στους καπνοδόχους και να παίζουν δυσάρεστα παιγνίδια.

Κατά τα άλλα είναι ακίνδυνοι.

Μόνο ο βρικόλακας είναι κακό πράγμα. Θεός να φυλάει.

Αλλά μόνο το σόι του κυνηγά.

***

Η θεια-Συνοδιά ήταν βέβαιη, ότι ο γαμπρός της δεν θα έπαθε τίποτε από τους καλικαντζάρους, οι οποίοι, μόλις θα ήταν στο δρόμο τώρα να έρχονται, γιατί ξημέρωνε Χριστούγεννα.

Άλλωστε ο Αγάλλος ήταν σαββατογεννημένος και είναι γνωστό, ότι όσοι έχουν το πλεονέκτημα τούτο, δεν επηρεάζονται από τα ΄ξωτικά.

Αλλά εντούτοις, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο γαμπρός της άργησε τόσο, αφού είχε ξεκινήσει από το χωριό μία ώρα πριν απ΄αυτή, αφού αυτή είχε έλθει από τον ίδιο δρόμο τον συνηθισμένο, από τον οποίο πάντοτε ερχόταν.

— Από κει που αραδίζομε πάντα, παιδάκι μου, έλεγε στην κόρη της, τι θελά πάθει; Τι ήταν αυτό;

— Μην ήταν πιωμένος κι έπεσε πουθενά με τα χιόνια;

— Δεν φαινόταν νά ΄ναι πολύ πιωμένος παιδί μου και που βρεθήκανε τα χιόνια;

Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . . Λίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα είδατε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . .

Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλι, δυο οργιές.

Όσο να ξεχιονίσουμε την πόρτα, που παιδευόμαστε δύο ώρες με τις τσάπες και με τα φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ' τα χιόνια έπεφτε κρακ και μας πλάκωνε.

Τα δύο παιδιά, τα οποία είχαν χάσει την ευθυμία τους και ήταν έτοιμα να κλάψουν, ύψωσαν ακούσια τους οφθαλμούς προς την οροφή, την οποία είχε δείξει διηγούμενη και συγχρόνως χειρονομώντας η γριά.

— Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάζοντας τα κλάματα η Λενιώ.

Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κι εμάς θα πέσει η σκεπή να μας πλακώσει!

— Σώπα! σώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξε η Αφέντρα, έτσι το είπε η μαννού . . . μη φοβάσαι κι ο πατέρας τώρα θα ΄ρθεί να σου φέρει και κουφέτα . . .

— Σώπα Λενιώ μου! είπε και η γριά. Εγώ ήρθα ξαργού για να σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον Αι-Λιά, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου . . .

— Κι εμένα, κι εμένα! έκραξε ο Μανώλης.

— Κι εσένα, μικρέ μου . . .

— Θα έχει λειτουργία αύριο στον Αι-Λιά; ρώτησε λησμονώντας προς στιγμήν την ανησυχία της η Αφέντρα.

— Θα έχει . . . φτάνει πλια, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε αλιβάνιστοι . . . Ετοιμάσου κυρά μου, να στολιστείς ταχύ-ταχύ να πάμε . . .

Ο άνδρας σου θα έστριψε στο δρόμο κι επήγε σε κανένα καλύβι να βρει κανένα φίλο του . . . ίσως πήγε να ψωνίσει τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο. . . .

Ησυχάστε . . . Κι όπου είναι, θα φτάσει.

***

Πράγματι, η γριά, αντί να μείνει στο χωριό να κάμει Χριστούγεννα, μαθαίνοντας ότι ο παπα-Κωσταντής ο Μπρικόλας, επρόκειτο να ανέβει το πρωί, μετά από πρόσκληση ποιμένων και μερικών γεωργών, στο βουνό να λειτουργήσει το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, προτίμησε να πάει στης Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάσει την κόρη της και τα εγγονάκια της, να σηκωθούν το πρωί να ανέβουν στο εξωκκλήσι, το οποίο βρισκόταν στο μισό του δρόμου, πάνω σε οροπέδιο γειτονικής κορυφής του βουνού, μία ώρα από το χωριό και μία ώρα από την Κεχρεά, για να λειτουργηθούν και να μεταλάβουν, για να τους ανθρωπέψει λίγο, έλεγε, καθόσον έμεναν επί μήνες αλειτούργητοι κάτω στο βαθύ ρέμα.

Στο ναΐσκο της Κεχρεάς, παλαιό διαλυμένο μονύδριο, προσηρτημένο ως μετόχιο στο κοινόβιο του Ευαγγελισμού, σπάνια ερχόταν ιερέας να λειτουργήσει και, εάν ερχόταν, αυτοί που διέμεναν στο ρέμα και σαν ποταμίσια καβούρια στραβοπατώντας, ο Αγάλλος, η Αφέντρα, και τα δύο παιδιά τους, δύσκολα θα έπαιρναν είδηση να ανέβουν για να ακούσουν τη λειτουργία.

Από τότε που ο Αγάλλος είχε πουλήσει το πατρικό σπίτι του στην πολίχνη και κατοικούσε έκτοτε διαρκώς στο νερόμυλο, μία φορά μόνο το χρόνο λειτουργιούνταν και τούτο κατά την 23 Αυγούστου, όταν ο ναΐσκος της Κεχρεάς γιόρταζε τα εννιάμερα, δηλαδή την Μετάσταση της Θεοτόκου.

*** 

Η γριά-Συνοδιά, έβαλε τέλος το χέρι στον κόρφο της  18και το έβγαλε γεμάτο αμύγδαλα και καρύδια, τα οποία μοίρασε στα δύο παιδιά. Ξεδίπλωσε και τη μαύρη καινούργια φουστάνα της και μέσα σ΄αυτήν βρέθηκε παραδόξως, ένα προσόψιο που είχε μέσα τυλιγμένο μικρό ευωδιαστό χριστόψωμο, το οποίο πρόσφερε στην κόρη της λέγοντας.

— Καλή χρονιά.

Η Αφέντρα άδειασε σε ένα πιάτο μερικά από τα λάχανα κι έβαλε τα δύο παιδιά να φάνε, με τη βεβαιότητα ότι, άμα έτρωγαν, θα κοιμόνταν αμέσως και «για να λείψει ο μπελάς τους και για να ξυπνήσουν πρωί».

Ο Μανώλης πρώτος, αφού έφαγε πριν τα αμύγδαλα, τα οποία του είχε δώσει η μάμμη του και ύστερα μάσησε και δύο πιρουνιές χόρτα, έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε καθήμενος. Η μητέρα του τον ξάπλωσε δίπλα στην παραστιά, πάνω σε μάλλινο κιλίμι, τον σκέπασε με μία άκρη της βελέντζας, σταύρωσε τρεις φορές το προσκέφαλό του και τον άφησε να κοιμηθεί.

Η Λενιώ δε θέλησε να πλαγιάσει, λέγοντας ότι ήθελε να περιμένει τον πατέρα της, ο οποίος είχε τάξει να της φέρει ένα όμορφο στολίδι από το χωριό. Αλλά η γριά-Συνοδιά την πήρε στα γόνατά της, τη σκέπασε με το παλιό φουστάνι της και τη ζέστανε και τη χάιδεψε τόσο, ώστε την έκαμε να νυστάξει.

Σε λίγο αποκοιμήθηκε και η μητέρα της, παίρνοντας αυτήν από τα γόνατα της γριάς, λικνίζοντας συγχρόνως αυτή με τα χέρια και με ένα μονοσύλλαβο «κι-κι», την πλάγιασε δίπλα στο Μανώλη.

Ως τόσο ο Αγάλλος δε φάνηκε και οι δύο γυναίκες, των οποίων η ανησυχία μεγάλωσε καθόσον προχωρούσε η νύχτα, απαλλαγμένες ήδη από την ενόχληση των δύο παιδιών, έστησαν συμβούλιο για το τι να κάνουν.

Η γριά είπε, ότι αν, Θεός να φυλάει, ο γαμπρός της είχε πέσει πουθενά στο δρόμο, αυτή θα τον έβλεπε, γιατί είχε έλθει από τον ίδιο, το συνηθισμένο δρόμο. Μόνο όταν έφτασε στην Κεχρεά, αναγκάσθηκε να ομολογήσει, λίγο αργά, δεν είχε περάσει κοντά από το μοναστηράκι της Παναγίας.

— Γιατί; ρώτησε η κόρη της.

— Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα.

Βορειότερα λίγο από το μονύδριο της Παναγίας της Κεχρεάς, βρισκόταν ένας ελαιώνας της. Αυτή, πριν φθάσει στην Παναγία, είχε στρίψει και πήγε να δει τον ελαιώνα, αν και είχε νυχτώσει ήδη.

Φοβόταν μήπως το χιόνι που έπεσε προ πέντε ημερών, είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδεντρα και πήγε ως εκεί για να δει και να βεβαιωθεί, ας ήταν και νύχτα φθάνοντας εκεί, βεβαιώθηκε ότι δεν είχε γίνει ζημιά από το χιόνι και μένοντας ευχαριστημένη, γύρισε στο δρόμο της χαμηλότερα μέσω του ρέματος κι έφθασε στο μύλο, χωρίς να περάσει από την Παναγία την Κεχρεά.

— Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλά η Αφέντρα, η οποία για το σκοπό τούτο, ως φαίνεται, έσπευσε να αποκοιμίσει τα δύο παιδιά.

— Δεν είναι φρόνιμο να ΄ρθείς εσύ, είπε η Συνοδιά.

Σα ξυπνήσουν τα παιδιά και δουν πως είναι μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα ζουρλαθούν από το φόβο τους.

— Πώς να κάμουμε; είπε η Αφέντρα.

— Να πάω εγώ μοναχή μου, να δω μην έπεσε πουθενά.…..

Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμει το σταυρό του.

— Πώς να πας μοναχή σου, πάλι;

— Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα καντήλια της Παναγίας . . .

Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!

— Και τι να έγινε αυτός ο άνθρωπος! θα τρελαθώ! θα ψηλώσει ο νους μου! έκραξε η Αφέντρα, τείνοντας να εξάψει ακόμη, όπως κάμνουν οι γυναίκες, με αυθαίρετη αλλά ασυνείδητη ενέργεια, τα εξημμένα νεύρα της.

Την ίδια στιγμή ακούσθηκε με φωνή οξεία κάποιος να τραγουδάει:

«Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου»

— Α! να, ο Παγώνας είναι, είπε η γριά-Συνοδιά.

Στάσου να τον φωνάξουμε.

Και χωρίς να περιμένει τη συγκατάθεση της θυγατέρας της, η θεια-Συνοδιά κατέβηκε στο ισόγειο, άνοιξε την εξώπορτα του μύλου και άρχισε να φωνάζει δυνατά.

— Παγώνα! ε! Παγώνα!

***

Ο τραγουδιστής περνούσε καθισμένος επάνω στο γαϊδούρι του, απέναντι από το μύλο και κατέβαινε από την άλλη κατηφοριά του ρέματος.

Μονοπάτι που οδηγεί από το δάσος του Αραδιά στο γιαλό της Κεχρεάς.

Δεν φαινόταν στο σκοτάδι ανάμεσα στα δένδρα.

Αλλά ακουόταν το βήμα του γαϊδουριού, η βέργα που χτυπούσε τα νώτα του και το παράγγελμα του αναβάτη «α! ντε, ντε! όξου», το οποίο αυτός απηύθυνε προς το υποζύγιο όποτε διέκοπτε το αγαπημένο του τραγούδι, στο οποίο όφειλε και το παρατσούκλι, με το οποίο τον είχε αποκαλέσει η θεια-Συνοδιά.

Ήταν παραγιός κάποιου γεωργοκτηματία, που κατοικούσε στην πόλη κι έβοσκε τα βόδια του κυρίου του κάτω στην Αγία Ελένη, όπου αυτός είχε εκτεταμένους αγρούς με μικρή αγροικία κι επέστρεφε αργά στην αγροικία, όπως όχι σπάνια του συνέβαινε.

— Παγώνα! ε! Παγώνα!

— Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απάντησε ο νεαρός αγρότης γνωρίζοντας τη φωνή της.

— Έρχεσαι τα ίσα απ' το χωριό ή όχι;

— Έρχομαι, απ' το χωριό, απ' τον Αι-Γιαννάκη, απ' του Συνοδάρη, απ' τη βρωμόβρυσι, απ' τα Φιλιππέικα, απ' της Μαμούς το ρέμα, απ' τις βίγλες, απ' του Σαμέλου, απ' το Πετράλωνο . . .

— Όλα αυτά τα μέρη τα έχεις γυρίσει, Παγώνα;

— Όλα κι άλλα ακόμα . . .

— Μην είδες πουθενά το γαμπρό μου τον Αγάλλο;

— Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ονείρεψε να πάει πουθενά να βρει τίποτα γρόσια και του είπε να πάει νύχτα, για να μη τον δει κανείς . . .

Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κι έπιασε κουβέντα μαζί τους και ξέχασε . . .

— Άφσε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος καημένε.

Μην τό ΄χεις μικρό πράμμα . . . .

Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . .

Μου κάνεις τη χάρη, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να δούμε, μην είναι πουθενά;

— Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμα ο νέος.

Και διευθύνοντας το γαϊδούρι του προς την κοίτη του ρέματος, έφθασε σε μέρος όπου ήξερε ότι το ρέμα στένευε μέχρι δύο σπιθαμές πλάτους, βίασε το γαϊδούρι του, το οποίο κοντοστάθηκε και δεν θέλησε να πατήσει στο νερό, να περάσει το ρέμα και έφθασε μπροστά στο μύλο.

Η Αφέντρα, πείσθηκε να μείνει αυτή με τα παιδιά της στο μύλο, άναψε μικρό φανάρι και έβαλε σε καλάθι το δοχείο του λαδιού και τρία κεριά.

Η θεια-Συνοδιά φόρεσε τη φορά αυτή τη μαύρη φουστάνα της, έβαλε και τα τσόκαρα στα πόδια και παίρνοντας το καλάθι και το φανάρι, ακολούθησε τον Παγώνα, ο οποίος πέζεψε, έδεσε το γαϊδούρι του στη ρίζα ενός δένδρου και ξεκίνησε πεζός.

***

Ο Παγώνας προπορευόταν χωρίς να μιλάει, γιατί βλέποντας την αγωνία της ανήσυχης για το σύζυγό της γυναίκας, είχε αισθανθεί κάποια στενοχώρια όμοια με σεβασμό και είχε πάψει αυθόρμητα το εύθυμο τραγούδι του.

Η θεια-Συνοδιά τον ακολουθούσε αργοπατώντας στον υγρό στενό δρομίσκο, όπου προ ολίγου είχε πατηθεί και σκληρυνθεί το χιόνι και περιοριζόταν σε λεπτό στρώμα και μέχρι του χαμηλού κοιλώματος του δρομίσκου και δίπλα από τη θάλασσα.

Κοίταξε με αυθόρμητη κίνηση δεξιά και αριστερά, μέσα στα κλαδιά που διαχάρασσαν κατά μήκος μέσα σε πράσινο δροσερό πλαίσιο τον ανηφορικό δρομίσκο, με τρόμο, φοβούμενη μη δει έξαφνα ξαπλωμένο ανάμεσα σε ένα σκίνο και μια κουμαριά το σώμα του γαμπρού της.

Γιατί ανησυχούσε πολύ και δεν ήξερε τι είχε γίνει ο προκομμένος.

Ενίοτε από κάποιο ψηλό θάμνο, έπεφτε με τριγμό και κρότο, αποσπώμενη από τα κλαδιά, κάποια τουλούπα χιονιού, που θώπευε δροσιστικά τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών.

Από αριστερά ερχόταν ανάμεσα στα κλαδιά και τους θάμνους, κάποια τελευταία ασθενής ριπή του Βοριά, επισκεπτόμενη στα χαμηλότερα εκείνα μέρη την παρθενική αδελφή της, τη χιόνα, σκληραίνοντας αυτήν πάνω στα κλωνάρια των δένδρων, γύρω από τα οποία είχε περιχυθεί επιστρώνοντας μεγαλοπρεπώς τους πολύκλαδους και απειροποίκιλους σχηματισμούς τους.

Όχι χωρίς λόγο ονομάσθηκε Πρωτεύς το πρόσωπο εκείνο της αρχαίας μυθολογίας.

Αλληγορικά θέλησε να δείξει ο πλαστικός νους του εκλεκτότατου όλων των λαών, ότι ένα πρωτογενές φύτρο που εμφυσήθηκε από το Δημιουργό στην πλάση με άπειρους συνδυασμούς διαιωνιζόμενο, έμελλε να παράγει τόσο άπειρη ποικιλία τύπων και μορφών κατά άτομα, ώστε ούτε φύλλο να μην μοιάζει απαράλλακτα με φύλλο, κατά την αληθέστατη παροιμία.

Δεξιά, από την άλλη πλευρά του ρέματος, άρχιζε το δάσος του Αραδιά από χιλιετείς δρυς, να σχηματίζεται και να ανεβαίνει όλο ένα ανά το βουνό, το κορυφούμενο ψηλά πάνω, στον Άγιο Κωνσταντίνο και το βουνό ήταν ορθό, απότομο και φαινόταν σαν πελώριος τοίχος καλυπτόμενος από κισσό.

Και το χιόνι γυάλιζε εδώ κι εκεί, ανάμεσα στην επιφάνεια του σκοτεινού δρυμώνα, λευκό μυστήριο, σιωπηλό, με τη γλώσσα των άστρων ανταποκρινόμενο, επάνω με την πούλια, με τον πολικό αστέρα, με την Άρκτο και με το Γαλαξία.

Και με τη ριπή του Βοριά, που φυσούσε στα φύλλα των πανάρχαιων δένδρων, ο δρυμός, μεγαλοπρεπής, στοιχειωμένος, ασφαλής, ανάλωτος από εμπρησμό, όπως λέγουν, βλάπτοντας τον υλοτόμο που θα τολμούσε να υψώσει εναντίον του πέλεκυ ασεβή, διηγούταν σε γλώσσα ακατάληπτη σε όλους, πόσους καιρούς και χρόνους είχε ζήσει και πόσες γενεές ανθρώπων είχε δει διαμαχόμενους μεταξύ τους, χωρίς οι μεταγενέστεροι να διδάσκονται από την πείρα των προγενέστερων και να γίνονται λογικότεροι.

Και η ανατριχίλα του δρυμού, ριγηλή, παγερή, θρηνώδης, θροούσα ανάμεσα σε δένδρα και κρημνούς, έφθανε αντίκρυ στην άλλη ημερότερη πλευρά και μετέδιδε το ρίγος της στους ώμους και τη ράχη των δύο νυκτερινών οδοιπόρων.

Είχαν φθάσει ήδη στο πρώτο ύψωμα, απ΄ όπου άρχιζαν να εκτείνονται αριστερά τους ελαιώνες.

Έξαφνα ο Παγώνας, ίσως γιατί αισθανόταν κρύος και ήθελε να ζεσταθεί, ίσως και για να παρηγορήσει κάπως τη θεια Συνοδιά, την οποία έβλεπε λυπημένη και να ανησυχεί για το γαμπρό της, άρχισε πάλι να τραγουδά το προσφιλές άσμα του:

«Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου»

Η θεια-Συνοδιά που έμεινε για λίγες στιγμές κοιτάζοντας προς το ανατολικό μέρος, τον διέκοψε απότομα.

— Για δες, του λέγει, τι είν' εκεί;

Του έδειχνε το θόλο του ναΐσκου της Παναγίας της Κεχρεάς, ο οποίος υπερείχε απ΄ τους τοίχους του ναού και του μονυδρίου και είχε αρχίσει να φαίνεται ήδη πίσω από τα δένδρα, με τη βοήθεια κάποιας λάμψης που φάνηκε για λίγο.

Πίσω από το δυτικό τοίχο του μονυδρίου, που ήταν χαμηλότερος, απλός και χωρίς κελιά, κάποιοι σπινθήρες ανέβαιναν στον ουρανό, φωτίζοντας το θόλο και το δυτικό της οροφής του ναΐσκου, σαν να ήταν φωτιά αναμμένη μέσα στον περίβολο.

Η θεια-Συνοδιά έκαμε το σταυρό της και στέναξε·

— Παναΐτσα μου!

— Τι να είναι τάχα; είπε ο Παγώνας, που αναγκάστηκε να διακόψει και δεύτερη φορά το τραγούδι του.

— Δεν απέρασες από την Παναΐά, πρωτύτερα, που ερχόσουν κάτω;

— Όχι!

— Ούτ' εγώ. Πάμε να δούμε;

— Πάμε!

***

Η Αφέντρα περίμενε στο νερόμυλο, ζαρωμένη κοντά στο τζάκι πλησίον των παιδιών της που κοιμόνταν.

Δεν ακούγονταν πλέον ούτε παραμύθια, ούτε τραγούδια στο σιωπηλό μύλο, δεν ήταν η παρουσία της μητέρας της, η οποία την παρηγορούσε με το εύθυμο και θαλερό γήρας της και αυτές οι αναμνήσεις του γάμου της, που επανήλθαν προς στιγμή, έφυγαν, μη θέλοντας να υπάρξουν σε θλιμμένο πνεύμα και σε μελαγχολικό σπίτι.

Μόνος ήχος ακουγόταν και μόνη συντροφιά της ήταν η αναπνοή των κοιμώμενων παιδιών και ο θόρυβος της φωτιάς τον οποίο ανέδιδαν κάποτε οι καίοντες δαυλοί και το μάτι της έμενε προσηλωμένο ακούσια στο κανδήλι, που έκαιγε μπρος στην εικόνα, το Τριμόρφι, την οποία είχε πάρει προίκα και έφερε στη μέση το Χριστό, όρθιο, ολόσωμο, να ευλογεί με την δεξιά και βιβλίο στην αριστερά, με το πράο βλέμμα, της ωραίας καλλίστου μορφής, του σχιστού ξανθού γενιού, με το ιμάτιο κυανούν και ερυθρό τον άραφτο χιτώνα, δεξιά του Χριστού την Υπεραγία Θεοτόκο, αριστερά τον τίμιο Πρόδρομο, αμφότερους πλάγια, σκύβοντας με εσταυρωμένα τα χέρια παραπλεύρως του Κυρίου.

Και δίπλα στο Τριμόρφι, κρέμονταν από καρφί συνημμένα, σε τεμάχιο λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου.

Α! έρχονταν, ναι, ακόμα οι αναμνήσεις του γάμου, αλλά έρχονταν απαίσιες και με άλλη όψη.

Διότι η μητέρα της, όχι λίγες φορές της είχε πει έκτοτε, ότι φοβόταν πολύ τα μάγια, τα οποία ήταν πιθανόν να της κάμει η άλλη, η αντίζηλος, η παραγκωνισθείσα κόρη και αδικηθείσα ορφανή.

Τα στοιχειά δεν τα φοβόταν τόσο και ας την έλεγαν ελαφροΐσκιωτη ή μάλλον γι' αυτό την ονόμαζαν έτσι, γιατί, όσα και αν έβλεπε, δεν είχε φόβο.

Αλλά ως προς τα μάγια όμως, το πράγμα διαφέρει.

Κατ' αρχάς φοβόταν, μη η άλλη «της ρίξει τα κορίτσια», σκοπός ο οποίος κατορθώνεται με μερικές επωδές μελετώμενες όταν διαβάζονται οι ευχές του αρραβώνα, αμέσως προ της κυρίως τελετής του γάμου.

Ο φόβος της μεγάλωσε κατ' αρχάς, όταν η θυγατέρα της γέννησε κορίτσι στην πρώτη γέννα της, αλλά μετριάσθηκε όταν έκαμε αγόρι στη δεύτερη.

Τα μάγια δεν έπιασαν, είπε.

Ακολούθως βλέποντας ότι ο γαμπρός της, ο προκομμένος, δεν πήγαινε καλά στις υποθέσεις του, ότι είχε αναγκασθεί να πουλήσει την πατρική οικία και να γίνει αγρομερινός, αποφάνθηκε.

— Δεν θα κάμεις προκοπή, θυγατέρα.

Επόμενο ήταν. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, να πάρεις την τύχη της ορφανής, για να παντρευτείς του λόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήσει κανείς; Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι.

Το να φθάσει κανείς στην τελειότητα, να προτιμά άλλον από τον εαυτόν του . . . είναι σαν να αποφασίσει να μη ζήσει στον κόσμο αυτόν. Ψηλώνει ο νους του ανθρώπου να το συλλογίζεται. Του έρχεται να πάρει τα όρη, τα βουνά.

*** 

Αλλά μην αυτό ήταν τάχα το μεγαλύτερο κακό, το οποίο από ανάγκη συμβαίνει κάποτε και επέφερε αδιάλλακτη έχθρα μεταξύ δύο οικογενειών;

Υπήρχαν και άλλα χειρότερα.

Μικρό χωριό, μεγάλη κακία.

Το μίσος εμαίνετο και μαινόμενο βασίλευε, ανάμεσα σε οικογένειες και άτομα. Κυκλοφορούσε σε όλες τις αρτηρίες, σε όλες τις φλέβες της μικρής κοινωνίας. Ο άγιος νόμος του Χριστού καταπατιόταν, αποδιδόταν πάντοτε κακό αντί κακού, πολλές φορές κακό αντί καλού, ουδέποτε καλό αντί κακού.

Ανυπέρβλητος φραγμός χώριζε τα δύο κόμματα, τις δύο φατρίες.

Έλεγες ότι συζούσαν για να μισιούνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκάτοικους της ίδιας πόλεως για να τρώγονται.

Ο εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως εκκαλείτο, εφάρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα:

«Τό ΄να παιδί, καλό παιδί, τ΄ άλλο δεν είχε μάννα».

Ήταν προστάτης της οικογένειας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι προστάτης της πόλεως.

Κατόπιν της κύριας αυτής διαιρέσεως, έρχονταν άλλες μύριες υποδιαιρέσεις.

Η μία συνοικία κήρυττε πόλεμο κατά της άλλης συνοικίας. Κάθε οικογένεια, πόλεμο κατά της άλλης οικογένειας. Κάθε άτομο πόλεμο κατά του άλλου ατόμου. Ο γείτονας δεν έλεγε μία καλημέρα, που είναι του Θεού, στο γείτονα. Ο καθένας χαιρόταν να βλέπει τον άλλον να δυστυχεί. Προκειμένου περί κάποιας κληρονομίας, οι συγγενείς κληρονόμοι τρώγονταν ποιος να αρπάξει τα περισσότερα.

Θα αφανίζονταν μάλλον στα δικαστήρια, θα πουλιόνταν σκλάβοι στη Βαρβαρία, παρά να δουν το συγγενή να έχει περισσότερα απ' αυτούς.

Για ένα στρέμμα αγρού ήταν ικανοί να φαγωθούν μεταξύ τους, να αφανισθούν σε «προσωρινά μέτρα» σε «διεξαγωγάς», σε «εφέσεις» και κόντρα-εφέσεις.

Εάν κάποιο κακότυχο ελαιόδεντρο συνέβαινε να κλίνει το ένα κλωνάρι προς το διπλανό αγρό, ο γείτονας έτρεχε νύχτα με την τσάπα του να περισκάψει το σύνορο, να μεταθέσει την «αποσκαφήν».

Την επομένη το ελαιόδεντρο έκπληκτο ξημερωνόταν στον ελαιώνα του γείτονα.

Είχε αλλάξει κύριο τη νύκτα.

Μάχες ολόκληρες συγκροτούνταν για ένα θήλιασμα (μπόλιασμα) ελαιώνα, για τρία κλήματα αμπελιού, για μισό «πινάκι» σιτοφόρου αγρού. Και οι ελιές από επτά ετών είχαν πάψει να καρποφορούν, σαν να απαξίωναν να λιπάνουν με τον καρπό τους τις κεφαλές των αμαρτωλών και τα κλίματα πρόωρα ωχραινόμενα δεν έδιναν ώριμα τα οινωπά σταφύλια, αρνούμενα να ευφράνουν με τον αμβρόσιο χυμό τους τις καρδιές ανάξιων ανθρώπων και ο ξανθός στάχυς της γης έσκυβε πρόωρα τη μαραινόμενη κεφαλή προς τη μητέρα του, ζητώντας να επιστρέψει ταχέως στα στέρνα αυτής, μη θέλοντας να θρέψη κοιλίες ασεβών ανθρώπων.

Τέτοιους πολέμους διεξήγαν προς αλλήλους οι άνδρες και τέτοια λάφυρα αποκόμιζαν.

Αλλά μήπως οι γυναίκες ήταν λιγότερο μάχιμες;

Η μητέρα δεν ήθελε το καλό της κόρης, η πεθερά μισούσε ολοψύχως τη νύφη. Η νύφη δεν έλεγε καλημέρα στην ανδραδέλφη.

Για ένα απρόσεκτο λόγο, για μία ελαφρά κακολογία, την οποία βρίσκονταν πρόθυμοι οχετοί για να τη μεταβιβάσουν μεγαλοποιημένη συνήθως στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ήταν ικανές να μη μιληθούν ισοβίως.

«Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουν», ήταν η πολεμική κραυγή στις τάξεις των γυναικών.

***

Η θεια-Συνοδιά είχε δει μία νύκτα τρομακτικό όνειρο, το οποίο θα ήταν σωστή οπτασία, αν δεν το είχε από πριν στο νου της.

Αποκοιμήθηκε ένα βράδυ ελαφρά, σιγοψιθυρίζοντας στον εαυτό της τη λέξη αυτή, την οποία της είχε εκσφενδονίσει την ίδια μέρα μία συγγενής εχθρά της:

«Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουν!»

Αποκοιμήθηκε και θυμόταν το κοιμητήρι, το οστεοφυλάκιο του παλαιού νεκροταφείου της μικρής πόλης, πλησίον του οποίου συχνά περνούσε επιστρέφοντας το δειλινό από τον αγρό της και όπου έβλεπε τα λευκά ή κιτρινωπά κόκκαλα των νεκρών, όλα φύρδην μίγδην, όλα μαζί κείμενα, χωρίς να δύναται οφθαλμός να διακρίνει ποια ήταν τα οστά αυτών που υπήρξαν παλιά φίλοι και ποια τα των εχθρών.

Εκεί, ενώ λαγοκοιμόταν μόλις, της φάνηκε ότι περνούσε έξω από το κοιμητήριο και ακούει φοβερό κρότο συρράξεως σκληρών σωμάτων. Σήκωσε τα μάτια και βλέπει τα κόκκαλα των νεκρών ορθά, σηκωμένα επάνω, κινούμενα, τα βλέπει να συνταράσσονται και να κτυπιούνται μεταξύ τους.

Η ωλένη κτυπούσε την ωλένη, ο βραχίων το βραχίονα, η περόνη την περόνη, η πλευρά την πλευρά, ο σπόνδυλος το σπόνδυλο.

Δύο κρανία γυμνά, τα οποία βρέθηκαν εκεί ως παραπεταμένα, ίσως γιατί δεν αξιώθηκαν έντιμης ανακομιδής και τριτοετούς μνημοσύνου, κατεσυνετρίβησαν από τη χάλαζα των πληγών, όσες υπέστησαν από τις εξαγριωθείσες κνήμες.

Η θεια-Συνοδιά, βλέποντας το παράδοξο θέαμα, δοκίμαζε να κάμει το σταυρό της και ψιθύριζε:

Κύριε ελέησον!

Και πως να μη παραξενευθεί, ας ήταν και στον ύπνο;

Φαντασθείτε να βλέπει κανείς τα κόκκαλα των νεκρών στο κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπιόνται μεταξύ τους και να κάμνουν τέτοιο φοβερό θόρυβο!

Τέλος, ενώ έμενε έντρομη βλέποντας και απορώντας τάχα τι θα απογίνει, ακούει δυνατό θόρυβο και πάταγο ακόμη μεγαλύτερο και βλέπει τον ένα τοίχο του κοιμητηρίου, το βορεινό, που ήταν ψηλότερος των άλλων, να καταρρεύσει έξαφνα διά μιας προς τα μέσα, να πλακώσει όλα τα κόκκαλα και να τα κάμει σύντριμμα.

Η θεια-Συνοδιά σκέφτηκε χαιρέκακα:

«Καλά να τα κάμει» και ξύπνησε.

*** 

Ήθελε να πει το δράμα τούτο, το οποίο προ ολίγων ημερών μόνον είδε στον πνευματικό και δεν ευκαίρησε την παραμονή των Χριστουγέννων να πάει.

Έλπιζε ότι θα είχε καιρό το πρωί, στον Άγιο Ηλία, όπου μελετούσε να πάει, για να εξομολογηθεί και να ελαφρύνει τη συνείδηση της.

Αλλά ερχόμενη στο μύλο βλέπει ότι ο γαμπρός της ήταν απών και δεν μπορούσε να εννοήσει, πως προήλθε η παράδοξη αργοπορία του.

Τώρα είχε αφήσει την κόρη της να περιμένει με τα κοιμώμενα τέκνα στο μύλο και αυτή με τον Παγώνα, τον οποίο ευμενής πρόνοια είχε στείλει βοηθό, «αρμένιζε» μέσα στη νύχτα, καίτοι στην ξηρά, άνω του ρέματος, προς την Παναγία.

Και η Αφέντρα κι εκείνη, αισθανόμενη μοναξιά μέσα της, καθισμένη απέναντι στο ωραίο εικόνισμα, το Τριμόρφι, αισθανόταν την ανάγκη να ανακουφίσει τη συνείδησή της.

Προ του γάμου, είχε τείνει το αυτί σε ανόητες εισηγήσεις κάποιων γυναικών περί μαγείας και περί ποτίσματος γαμπρού και για μια στιγμή είχε ελπίσει με φάρμακα και φίλτρα, να αποστρέψει την καρδιά του μνηστήρα της από την ορφανή, την αντίζηλο και να την ελκύσει προς το μέρος της.

Και από επτά ετών, εκατοντάδες φορές είχε αποφασίσει και ούτε μία φορά είχε τη γενναιότητα να εξομολογηθεί την αμαρτία αυτή.

Ήταν ήδη μεσάνυκτα, νύχτα βαθιά και η Αφέντρα, από τη βαθιά εκείνη σιγή, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους, τους τόσο λεπτούς, ώστε αδυνατεί κανείς να εννοήσει αν είναι της ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστο εκείνο και μυστηριώδες και ανεξήγητο θέλγητρο, χωρίς ούτε στιγμή να νυστάξει, αισθάνεται ότι είναι παράωρα.

Νύχτα μεγάλη του Δεκεμβρίου, χρόνος η νύκτα.

Αίφνης ακούει το πρώτο λάλημα του πετεινού.

Ο πετεινός, ο οποίος με επτά όρνιθες κοιτιαζόταν σε μικρό διάφραγμα πίσω από τη μυλόπετρα και τη χοάνη του αλεύρου, σαν πασάς στο χαρέμι του, είχε αισθανθεί την ώρα και εξέβαλε τη συνήθη κραυγή του.

Η Αφέντρα, που είχε αρχίσει να αποναρκώνεται ήδη, χωρίς να κατακλιθεί, αποτόμως ξύπνησε.

— Λαλεί το ορνίθι, ψιθύρισε, πέρασαν τα μεσάνυχτα . . .

Κι η μάννα μου τι να έγινε;

Τίποτε το καλό σήμαινε η αργοπορία αυτή της μητέρας της.

Και όμως παραδόξως η ελπίδα την θέρμαινε και ήταν βέβαιη ότι τίποτε κακό είχε συμβεί.

Σηκώθηκε και συνδαύλισε τη φωτιά. Πήρε το λύχνο, κατέβηκε στο ισόγειο και πήρε ξηρά ξύλα και επιστρέφοντας τα έριξε στην παραστιά.

Έπειτα εκεί έκανε το σταυρό της μπροστά στην αγία εικόνα και είπε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», τις μόνες προσευχές τις οποίες ήξερε.

Την ίδια στιγμή ακούσθηκε βήμα ανδρικό έξω.

Χτύπησαν την πόρτα της.

Ήταν η φωνή του Παγώνα.

Σηκώθηκε να ανοίξει.

***

Κατεβαίνοντας ο Αγάλλος σιγά-σιγά, αργοστόλιστος σαν νύφη, την πλαγιά του βουνού, πριν φτάσει στην Κεχρεά, ενώ είχε νυχτώσει ήδη, δεν χόρταινε να θυμάται τα καλά εκείνα χρόνια, όταν ήταν ακριβός γαμπρός, ζηλεμένος και πολυγυρεμένος και είχε καλοπεράσει επί οκτώ χρόνια με δύο αρραβωνιαστικιές, πότε γελώντας τη μία, πότε την άλλη.

Αλλά όταν έφτασε μπροστά στο παλαιό μονύδριο της Παναγίας της Κεχρεάς και στράφηκε αριστερά να κάμει το σταυρό του προς την εκκλησία, από την ανοικτή πόρτα του περίβολου βλέπει μεγάλο φως μέσα στο ναό.

Κάποια ευσεβής γυναίκα θα θυμήθηκε ίσως να ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας, λόγω της παραμονής του Αχράντου Τοκετού της και θα το είχε παρακάμει στο λάδι και τα φιτίλια, ώστε να μεταβάλλει τις κανδήλες σε πυροφάνια.

Αλλά συγχρόνως ακούει φωνή και ψίθυρο μέσα από το ναό, σαν αναγνώσεις ή σιγανές ψαλμωδίες μοναχών προσευχόμενων.

Ποιος να ήταν;

Το μονύδριο ήταν διαλυμένο, από τον καιρό της Αντιβασιλείας, ο ναΐσκος έμενε έρημος.

Ο Αγάλλος, δυνατόν να ήταν ελαφροΐσκιωτος, αλλά ήταν και σαββατογεννημένος και δε φοβόταν.

Πλησίασε στη θύρα του μονυδρίου, εισήρθε στον περίβολο, διάβηκε την αυλή και μπήκε στο ναό.

Τα κανδήλια ήταν αναμμένα μπροστά στις εικόνες του τέμπλου, αλλά με κανονικά φώτα και όχι ως πυροφάνια. Αλλά υπήρχαν και δύο μεγάλες λαμπάδες αναμμένες στα μανουάλια και πέντε ή έξι κεριά.

Γι’ αυτό είχε πολύ φως.

Δεξιά στη χιβάδα, ένας μοναχός, μεσήλικας, φορώντας επανοκαλύμμαυχο, έψαλλε το «Κύριε εκέκραξα».

Ξημέρωνε Δευτέρα και δεν είχε ψαλεί ο εσπερινός το πρωί, ούτε είχε τελεσθεί την παραμονή η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.

Αριστερά, άλλος μοναχός αντιφωνούσε στον πρώτο. Δύο ή τρεις άλλοι μοναχοί ή δόκιμοι, με ράσα, αλλά χωρίς επανοκαλύμμαυχα, στέκονταν στο δυτικό μέρος του ναού, στα στασίδια.

Μέσα στο ιερό βήμα, σεβάσμιος πρεσβύτης ιερομόναχος, ψηλός, αδύνατος, ασπρομάλλης με πυκνά γένια, με ωχρούς, λιπόσαρκους και κατά κάποιον τρόπο διαφανείς τους χαρακτήρες του προσώπου, εξήλθε τη στιγμή εκείνη με επιτραχήλιο, φελώνιο και κρατώντας το θυμιατό.

Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;

Ο Αγάλλος πρώτη φορά τους έβλεπε.

Ο σεβάσμιος πρεσβύτης θυμίασε τις εικόνες πρώτα, έπειτα το δεξιό ψάλτη, έπειτα τον αριστερό, ακολούθως τους τρεις μοναχούς ή δόκιμους και τελευταίο τον Αγάλλο.

Ο Αγάλλος υποκλίθηκε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλόκοτους ισχνούς και διαυγείς χαρακτήρες του σεβάσμιου πρεσβύτη και πίστεψε πλέον ότι πήγε ζωντανός στον Παράδεισο.

Αλλιώς δεν μπορούσε να εξήγηση το δρώμενο.

Κανείς από τους πέντε μοναχούς δεν έστρεψε το βλέμμα προς αυτόν.

Μόνο ο τελευταίος, ο νεότερος των ρασοφόρων, ο οποίος δεν φορούσε καλυμμαύχιο, αλλά κρατούσε υπό τη μασχάλη διπλωμένη τη μαύρη σκούφια του, έστρεψε προς τον Αγάλλο, όχι τον οφθαλμό, αλλά τον κρόταφο και το άκρον του ματιού και τότε ο Αγάλλος έλαβε το θάρρος να πλησιάσει κοντά του και να τον ρωτήσει.

— Ποιοι είστε του λόγου σας;

Ο δόκιμος απάντησε με νεύμα, ότι δεν είναι καιρός εξηγήσεων τώρα, αλλά ο γηραιός πρεσβύτης, που είχε επιστρέψει στο ιερό βήμα και φαινόταν να έχει το προορατικό χάρισμα, έστρεψε την κεφαλή προς το δόκιμο και του επέτρεψε διά νεύματος να δώσει εξηγήσεις στον αδελφό.

*** 

Αφού ο Αγάλλος ικανοποίησε την περιέργειά του, ήταν αποφασισμένος να αναχωρήσει, να κατεβεί στο μύλο, για να παραλάβει τη γυναίκα και τα παιδιά του και να πάνε όλοι μαζί στην Παναγία, γιατί οι παράδοξοι μοναχοί επρόκειτο να ψάλουν παννύχιο αγρυπνία και να τελέσουν λειτουργία προς τα χαράματα.

Αλλά ενώ ήταν έτοιμος να φύγει, πάλι έλεγε μέσα του:

«Ας καθίσω ακόμα λίγο» και πάλι «ακόμα λίγο» και είχε γίνει μεσάνυχτα ήδη χωρίς να αισθανθεί τον κόπο.

Γιατί το τρυφερό και σεμνό της ψαλμωδίας πολύ τον ευχαριστούσε.

Τέλος, λίγο πριν τα μεσάνυκτα, όταν είχε αρχίσει να γίνεται ανάγνωση του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος είχε κινηθεί να βγει από το ναό για να ζεσταθεί λίγο στην έξω αναμμένη φωτιά και συλλογιζόταν την ανησυχία της γυναίκας του, γιατί ήταν βέβαιος ότι η πεθερά του θα έφθασε από τη χώρα και πληροφόρησε την Αφέντρα για την αναχώρησή του από την πολίχνη, βλέπει έξαφνα την πεθερά του και τον Παγώνα να παρουσιάζονται.

Ο Αγάλλος δεν άφησε με απορίες τη γριά Συνοδιά.

Την κάλεσε έξω από το ναό και της είπε ποιοι ήταν οι μοναχοί εκείνοι.

Αποφασίσθηκε να πάει ο Παγώνας, που άλλωστε είχε αφήσει δεμένο το υποζύγιό του έξω από το μύλο και να δώσει απλή είδηση στην Αφέντρα και της πει, ότι μετά δύο ώρες ακόμη θα κατέρχονταν ο σύζυγός της και η μητέρα της για να ξυπνήσουν τα δύο παιδιά και να οδηγήσουν αυτά και τη μητέρα τους στην Παναγία για να λειτουργηθεί.

Ο Παγώνας πήγε στο μύλο και χτύπησε την πόρτα

Η Αφέντρα σηκώθηκε και άνοιξε.

— Μοναχός σου ήλθες; πού είναι η μάννα μου;

— Στην Παναγιά.

— Στην Παναγιά; Κι ο Αγαλλάκης;

— Κι ο Αγαλλάκης μαζί. Κάνουν αγρυπνία.

— Αγρυπνία;

— Να, ολονυχτιά.

— Ποιος την κάνει;

— Κάτι νεοφερμένοι καλόγεροι.

— Καλόγεροι;

— Να, άνθρωποι με ράσα.

— Απ' το μοναστήρι ήλθαν;

— Όχι, είναι άλλοι. Ήλθαν τώρα γρήγορα.

Κάθονται στον Άι- Θανάση.

— Στον Άι-Θανάση;

— Ναι. Πλειότερα δεν ξέρω. Είπαν να κοιμηθείτε και τώρα - τώρα θα΄ ρθεί ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνήσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε.

Καλή νύκτα κι αύριο με υγεία.

*** 

Μόλις η Αφέντρα πρόφτασε να κλέψει έναν ύπνο και κτύπησε η πόρτα του νερόμυλου.

Ήταν ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.

Η Αφέντρα ξύπνησε τα παιδιά, τα ένιψε, τα έντυσε, τα κτένισε, στολίσθηκε και αυτή με ότι πρόχειρο είχε στο μύλο και παίρνοντας το φανάρι, ξεκίνησαν και οι πέντε για την Παναγία.

Οι έξι μοναχοί ήταν νεοφερμένοι πράγματι.

Έρχονταν από ένα νησί των Κυκλάδων, όπου είχαν διαμείνει επί πολλά χρόνια ασκητεύοντας.

Έφθασαν πριν λίγες εβδομάδες και οι περισσότεροι απ΄τους κατοίκους δεν τους είχαν γνωρίσει ακόμη.

Ο Αγάλλος πρώτη φορά τους έβλεπε και για τούτο του φάνηκαν σαν παράδοξη οπτασία.

Άμα έφτασαν, άρχισαν να κτίζουν κελί για τη διαμονή τους, στεγαζόμενοι προσωρινά σε καλύβα ενός χωρικού.

Επειδή δεν υπήρχε ναός στο μέρος εκείνο, είχαν κατέβει να εορτάσουν τα Χριστούγεννα στην Κεχρεά, που απείχε μιας ώρας δρόμο.

Άλλοι τους έλεγαν αιρετικούς, άλλοι τους σέβονταν ως πολύ ενάρετους.

Η κοινή φήμη έλεγε, ότι ασπάζονταν τις δοξασίες ενός θρησκευτικού διδασκάλου, τις οποίες είχε αποκηρύξει η Ιερά Σύνοδος.

Η αλήθεια ήταν, ότι ο εν λόγω διδάσκαλος, αυτός μάλλον είχε ακολουθήσει μερικά από τα παλιά έθιμα κάποιας μοναστικής κοινότητας, πολύ αρχαιοπρεπούς, στην οποία ανήκαν οι ασκητές αυτοί. Έτσι συνέπεσαν κατά κάποιον τρόπο στις δοξασίες.

Πολλοί όμως είχαν τη γνώμη ότι, επειδή το μεγάλο μέρος του λαού διψά για θρησκευτική διδασκαλία, οι δε αρμόδιοι και υπεύθυνοι, καμία μέριμνα λαμβάνουν για θεραπεία της ανάγκης αυτής, από τις αγνές και ορθόδοξες και όχι από τις ξενοπρεπείς και κακόζηλες πηγές, επόμενο ήταν πολλοί ευσεβείς και καλοπροαίρετοι άνθρωποι να πλανηθούν, καλόπιστα, ακούγοντας τον χριστιανικό λόγο, έστω και νοθευμένο, παντού όπου αυτός ακούγεται, διότι όταν οι βρύσες θολωθούν, οι δε υδρονομείς αποκρύπτουν τα διαυγή νάματα, άνθρωποι και κτήνη, διψώντες μέχρι θανάτου, θα προτιμήσουν να πιούν από το θολό ρέμα, βρίσκοντας μικρή ελπίδα σωτηρίας σε αυτό μάλλον, παρά να πεθάνουν από τη δίψα.

«Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε, ως επλήθυνας το έλεός σου, ο Θεός».

*** 

Η θεια-Συνοδιά εξομολογήθηκε στον πατέρα Ιεζεκιήλ (έτσι εκκαλείτο ο προϊστάμενος της αδελφότητος ιερομόναχος) και αυτός της εξήγησε ότι, εάν η ορφανή κόρη, που παραγκωνίσθηκε από το γάμο της θυγατέρας της, έμεινε έκτοτε άγαμη, οφείλει, για να τύχει συγχωρήσεως, να συντελέσει αυτή το κατά δύναμη για αποκατάστασή της, εάν όμως εκείνη πανδρεύτηκε ή πέθανε έκτοτε, τότε ανάγκη να κάμει άλλες ελεημοσύνες, ως και ένα σαρανταλείτουργο στο ναό της ενορίας της, κατά προτίμηση.

Επειδή η θεια-Συνοδιά έδωκε την πληροφορία, ότι η κόρη ήταν άγαμη ακόμη, ο πρώτος κανόνας της επιβαλλόταν.

Στην Αφέντρα, που είχε τέλος το θάρρος να εξομολογηθεί το αμάρτημα της μαγείας, έδωκε κανόνα, μακρά αποχή από της Μεταλήψεως και πρόσθετες νηστείες και προσευχές.

Τη συμβούλευσε να ανάψει και μεγάλη λαμπάδα στην Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια.

Τα δύο παιδιά μετέλαβαν της ιεράς Κοινωνίας και η οικογένεια όλη επέστρεψε με την ανατολή του ήλιου στο μύλο της.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου