Βάκχος και μέλισσα
Ύστερα από τις συμφορές που τόνε βρήκανε τον άνθρωπο με το διώξιμό του από τον παράδεισο, που να είχε νου να θυμηθεί τη μέλισσα! Τρυπωμένη στις σκισματιές των βράχων και στις κουφάλες των δέντρων, απολησμονήθηκε. Μόνο η αρκούδα το γνώριζε που κατοικεί η μέλισσα. Με χρόνια και καιρούς το μάθανε κι οι άνθρωποι. Χάρις στο Διόνυσο, το θεό του κρασιού. Κι αυτός πάλι τις ανακάλυψε τις μέλισσες ολότελα τυχαία. Πήγαινε από τη Θράκη στη Μακεδονία. Τόνε συντρόφευαν ο φαλακρός, ο γέρο Σειληνός-κισσοστεφανωμένος–και τα παιδιά του Σειληνού, οι Σάτυροι. Όταν περάσανε το μισό δρόμο. αναμεσίς Ροδόπης και Παγγαίου, η μεθυστική μοσκοβολιά των λουλουδιών τους έφερε σε εύθυμη διάθεση κι αρχίσανε να βαρούνε τα κύμβαλά τους. Μόλις ακούστηκε ο μουσικός ήχος, σμήνος φτερωτά έντομα πέταξε προς το μέρος των και στριφογύριζε.
Ο Βάκχος το περιμαζεύει στη στιγμή και το χώνει στην κουφάλα ενός δέντρου, το μελίσσι δεν άργησε να χτίσει κερήθρα και να τήνε γεμίσει μέλι. Βάνανε το δάχτυλό τους και το δοκιμάσανε στη γλώσσα. Τι ήταν εκείνο! Νέκταρ των θεών!
Στη στιγμή σκορπίστηκε η συντροφιά. Τρυπώσανε στο δάσος κι αρχίσανε να ψάχνουνε για μελίσσια. Ο Σειληνός πιάστηκε με το ραβδί του ψηλά από κλωνάρι και σκαρφάλωσε σε μια φτελιά. Στην κουφάλα της βρήκε ότι ζητούσε. Όταν όμως έχωσε το χέρι του κι άδραξε τη μελόπιτα πετάχτηκε το σμήνος, τόνε κουκούλωσε και του κέντριζε αλύπητα τη φαλάκρα. Άλλος τρόπος δεν ήτανε να γλυτώσει. Απολυέται λοιπόν κι αυτός από το δέντρο και πέφτει σαν ασκί στη γης.
Σαν να μην του αρκούσε το σκότωμα αυτό, του τινάζει κι ο γάιδαρός του μερικές κλωτσιές. Βγάνει τότε σπαραχτικές κραυγές, ζητώντας βοήθεια. Ένας από δω, άλλος από κει τρέξανε στον τόπο οι Σάτυροι. Αλλά, μόλις τον είδανε πεσμένο καταγής κι έτσι πρησμένο το κεφάλι του, βάνανε το γέλια οι αδιάντροποι. Δεν είχανε ανθρωπιά! Είχανε κέρατα και γένεια και ουρά τραγίσια.
Ο Σειληνός μπρός στην αδιαφορία τους και τις κοροϊδίες βάνει τα δυνατά του και σηκώνεται στα πόδια του.
Ζαλισμένος και κουτσαίνοντας τραβάει να βρει τον κρασοπατέρα το Διόνυσο, που έκανε και το γιατρό. Ο Βάκχος τον ορμήνεψε να χώσει όλο του το κορμί στη λάσπη. Άκουσε τη συμβουλή. Κι αυτό έκαμε τους προκομμένους τους γιούς του να αρχίσουνε νέα γέλια και να μη μπορούνε να κρατηθούν.
Η ανακάλυψη διαδόθηκε. Ο Αρισταίος, ο γιός του Απόλλωνα και της Κυρήνης, της νύφης, της θυγατέρας του ποταμού Πηνειού, άξιος τσοπάνης και κυνηγός, ήρθε στην Αρκαδία κι έγινε βασιλέας. Αυτός έμαθε τους υπηκόους του μελισσουργία. Κι όταν κατόπι βαρέθηκε να είναι βασιλέας και αποτραβήχτηκε στη Θράκη, ίδρυσε εκεί απέραντα μελισσοκομεία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939