Γουτού Γουπατού
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1899.
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Τον πετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον χλεύαζαν τα κορίτσια της γειτονιάς, τον φοβούνταν τα νήπια και τα βρέφη.
Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή «ο Μανώλης το Ταπόι».
— Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται...
Φόβος και τρόμος κολλούσε τα άκακα βρέφη, στο άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωριού, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον πειράζουν.
— Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανωλιό, είσαι χταπόδι.
Κι εκείνος, με τη γλώσσα του τη δεμένη με γλωσσοδέτη μέχρι τις ρίζες των δοντιών, απαντούσε:
— Ναι, είμι ταπόι!... Ισύ είσι ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι. Εσύ είσαι χταπόδι.)
Είχε φίλους τόσους λίγους και τόσους αμέτρητους εχθρούς, σε μέρος τόσο ολιγάνθρωπο! Κάποτε, κάποιος φιλάνθρωπος ή διακριτικός τον υπεράσπιζε ενάντια στις επιθέσεις των παιδιών του δρόμου.
Σε εκείνον γινόταν σκλάβος ισόβιος κι εκτελούσε γι’ αυτόν διάφορες δουλειές πρόθυμα και μετά βίας δεχόταν φίλεμα ή κέρασμα.
Προς όλους τους άλλους, δεν υπήρχε φιλία ούτε συζήτηση.
Μόνο τη μητέρα του είχε στον κόσμο. Εκείνη τον πονούσε, τον αγαπούσε περιπαθώς και αυτός τη λάτρευε. Αδελφή δεν είχε.
Ο ένας αδελφός του, είχε χαθεί στην Αμερική προ χρόνων και δεν ακούσθηκε.
Ο άλλος, χασομέρης, άχρηστος, ως μόνο επάγγελμα είχε το να πηγαίνει κάθε χρόνο μέσα στη μεγάλη Στερεά, εκεί όπου υπάρχουν άφθονα θέρη και να κάνει το έργο της σβάρνας, ήταν δε η σβάρνα μία βαριά σανίδα, την οποία έσυραν άλογα ή βόδια στο αλώνι και αυτός καθόταν επάνω στη σανίδα, έμψυχο βάρος, για να γίνεται τέλειο το αλώνισμα. Εκεί είχε πεθάνει.
Ο τρίτος, γύριζε ναυτικός στα ξένα.
Ο Μανώλης άλλη στοργή δεν είχε στον κόσμο, από τη μητέρα του.
Αυτή ήταν ήδη γριά και αυτός είχε μεγαλώσει πολύ.
Οι λίγοι φίλοι του, εκείνοι οι οποίοι τον συμπαθούσαν, τον είχαν ακούσει στην αγορά, επανειλημμένα να απειλεί και να λέει με τη γλώσσα του τη νηπιώδη:
— Τάνει για πέτου ’γώ πιιγώ μέτα Μπούτι!
(Σαν πεθάνει η γριά, θα πέσω εγώ να πνιγώ μες στο Μπούρτζι.)
Θεωρούσε τον εαυτό του ως άχρηστο.
Εξαιρουμένης της γλώσσας, το μισό του ανθρώπου ήταν υγιές.
Το δεξιό πόδι συρόταν κατόπιν του αριστερού, δεν κινούταν ελεύθερα το δεξιό χέρι, το οποίο αν και χονδρό και δυσανάλογο και σχεδόν φαινόταν παράλυτο, είχε τεράστια δύναμη. Έμοιαζε με μάγγανο ή με δόντια ταυρόσκυλου. Για να αδράξει ένα πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτη κανενός παιδιού ενοχλητικού, χρειαζόταν κόπο, έπρεπε να βοηθήσει το άλλο χέρι, να ψάξει δηλαδή το γρόνθο της δεξιάς και να τον κατευθύνει. Όταν όμως έπιανε το αντικείμενο, το τεράστιο χέρι δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήσει. Αλλοίμονο τότε στον βραχίονα, στην ωμοπλάτη, αλλοίμονο στην κεφαλή του αυθάδους!
Ήταν κουτσός και παραμορφωμένος. Ήταν ο Μανωλιός το Ταπόι.
***
Τέσσερις ή πέντε άνθρωποι γνώριζαν καλά τη γλώσσα του σε όλο το χωριό. Αυτοί αποκαλούνταν, καθώς τους είχε ονοματίσει ο ίδιος, ο Γωμέος, ο Παγιώτας και ο Παπαγάς. Τα καθαυτό ονόματά τους ήταν, Λαμιαίος και Μιχαλιός και Παπαγιάννης. Αλλά πώς από το Μιχαλιός, σχημάτισε το Παγιώτας; Απορίας άξιον. Σπανίως πρόσθετε συλλαβή ή μετέθετε τον τόνο. Η φθογγολογία του ήταν περιεργότατη και σ΄αυτή πλεόναζαν τα λαρυγγόφωνα, όπως και τα σκληρά και ψιλά απ΄ τα άφωνα.
Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.
Αλλά έξαφνα μία μέρα, είπε φράση στην οποία υπήρχε η λέξη αυτή, αλλά δεν έβγαινε νόημα ούτε ως γατί, ούτε ως γιατί, ούτε ως χαρτί.
Η φράση ήταν: «Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί». (Πότε να ’ρθεί του Χριστού, τ’ Αϊ βασιλειού, να φάμε...). Καταρχάς οι τρεις γνώστες της γλώσσας, νόμισαν ότι αποκαλούσε γατιά, σαρκαστικά και χλευαστικά, όλα τα κρέατα τα οποία πουλούσαν οι κρεοπώλες του χωριού.
Οι τρεις που προαναφέραμε και μάλιστα ο Παγιώτας, ήταν δυνατοί στη γλώσσα του και τη μιλούσαν οι ίδιοι. Αλλά όταν κατέφυγαν στα ανώτερα φώτα του κυρ Γιωργή του Λαυκιώτη, διευθυντή του μεγάλου καφενείου, ο οποίος ήταν και ο επίσημος προστάτης του Ταπόη και κατά κάποιον τρόπο, επίτιμος καθηγητής της ιδιαίτερής του γλώσσας, χωρίς να την μιλάει ο ίδιος, αυτός αποφάνθηκε, ότι τέτοια πικρή ειρωνεία δεν θα άρμοζε στα αισθήματα του πτωχού, του Μανώλη, αλλά ότι ίσως ονόμαζε απλώς γατί και το κατσίκι και το αρνί.
Ωστόσο το πράγμα έμεινε αμφίβολο μέχρι την ώρα αυτή.
***
Περίμενε πράγματι ανυπόμονα, «πότε να ’ρθεί του Χριστού, τ’ Αϊβασιλειού» και άμα έμπαινε το Σαρανταήμερο, πίσω από την πόρτα του καφενείου του κυρ Γιωργή, σημείωνε ιδιοχείρως, με μια κιμωλία, τόσες γραμμές, όσες μέρες έχει η Σαρακοστή και κάθε πρωί, πριν του δώσει ο Γιωργής τσιγάρο να καπνίσει ή καφέ να πιει, έσπευδε να σβήσει μία γραμμή και τις έβλεπε με χαρά να λιγοστεύουν.
Αλλά, οι μοσχομάγκες της αγοράς, κρυφά, πήγαιναν και έγραφαν άλλες τόσες γραμμές, όσες είχε σβήσει εκείνος κι έτσι η Σαρακοστή φαινόταν ότι δεν θα είχε ποτέ τελειωμό.
Ο Άις Νικόλας είχε ασπρίσει ήδη τα γένια του προ ημερών και ήταν η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνα να ασπρίσει τα δικά του. Δεν έμεναν πλέον παρά δώδεκα μέρες έως τα Χριστούγεννα.
— Έχουμε χαβά ακόμα, βρε χταπόδι! του φώναζε ο Νικολός ο Μπαλαλάς, είκοσι δύο μέρες ακόμα θέλουμε.
— Ναι, ταπόι! εψέλλιζεν ο Μανώλης, τα κότη κότα τύ. (Να μαζώξεις τη γλώσσα σου συ.)
— Σε γελούν, βρε Μανιέ, δώδεκα μέρες ακόμα, τον παρηγορούσε ο Γιωργής. Και ερχόταν η καρδιά του Μανώλη στον τόπο της.
- Είχε αναλάβει μία υποχρέωση για τις γιορτές.
Επρόκειτο να συνοδεύει μερικά από τα παιδιά της Κάτω Γειτονιάς. Όσα ήταν παιδιά ή ανίψια φίλων και προστατών του, όταν θα ανέβαιναν προς τα επάνω, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, ως και του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, ανά δύο και τρία, για να τραγουδήσουν τα χαρμόσυνα τραγούδια στα σπίτια και στα μαγαζιά της Επάνω Ενορίας. Γιατί δεν θα τολμούσαν ποτέ να ανέβουν μοναχά τους εκεί επάνω. Όλα τα παιδιά του χωριού, ήταν διηρημένα σε δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Οι εχθροπραξίες άρχιζαν από το φθινόπωρο, διαρκούσαν καθ’ όλον τον χειμώνα, εξακολουθούσαν την άνοιξη και δεν έπαυαν το καλοκαίρι, εκτός όταν μεταφερόταν στον ελεύθερο κάμπο, όπου κοκκίνιζαν προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια και ύστερα τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος, διεξήγετο ιδίως την Κυριακή των Βαΐων, αλλά όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός, ποτέ δε σταματούσε μεταξύ των δύο φουσάτων.
* * *
Στην Επάνω Ενορία, εκεί πάνω από το Βράχο, βασίλευε ο φοβερός Τσηλότατος. Ήταν ψηλός, όσο και ο Βράχος όπου είχε το θρόνο του, σγουρομάλλης, αχτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος και αποτρόπαιος. Ήταν αυτός ο αναγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωριού. Τα δύο ποδάρια του ήταν χονδρά, μελαψά και πλατιά, σαν δύο κατάρτια. Φορούσε παρδαλή φανέλα, όπως ήταν και το πουκάμισο και το επανωφόρι του και κοντό παντελόνι, χειμώνα και καλοκαίρι.
Άδεια δεν είχε, παιδί ή νέος ή γέρος να περάσει απ’ εκεί κοντά στο Βράχο, εξουσία δεν είχε γριά ή νέα να πάει στη βρύση με τη στάμνα της. Ήταν ως δεκαεπτά ετών και ήταν φοβερός στην εμφάνιση. Φορολογούσε τις γριές, τις νοικοκυρές, τις φτωχές χήρες. Αν δεν του έδινε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήσει τα ψωμιά.
Έβαζε φωτιά στα κλαδιά και τα έκαιε στο προαύλιο του φούρνου και φώναζε τ’ άλλα τα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ’ επάνω από την λαμπή της φωτιάς, σαν να ήταν ήδη τ’ Αϊ-Γιαννιού στο Λιοτρόπι.
Από τη μία γειτόνισσα απαιτούσε να του φέρει τυρόπιτα που να πλέει στο βούτυρο για να φάει, από την άλλη λαδόπιτα με λάδι πολύ ή καμία γριά (μεγάλη τηγανίτα, ίση με το τηγάνι), από την άλλη τυλιχτό (είδος κολοκυθόπιτας) ή μπομπότα με πολύ, πολύ μέλι.
Είχε ακούσει τους παλαιούς μύθους για τα θεριά, τα οποία φώλευαν κοντά στη βρύση, από την οποία υδρευόταν το χωριό. Εάν επιζούσε ώστε να γίνει είκοσι ετών, μελετούσε να επιβάλει στους κατοίκους, ως ετήσιο φόρο, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς άκουσε να λέγουν, μία φορά παντρεύεται το χρόνο.
Δυστυχώς υπήρξε πολύ βραχύβιος, δεν πρόφθασε να φθάσει σε ηλικία.
Και υπήρξε ο τελευταίος της γενεάς του. Παιδί όταν ήταν, στον ανεμόμυλο όπου είχε ανατραφεί, είχαν πεθάνει τα δύο αδελφάκια του. Κατόπιν πέθανε η γριά η μάννα του, ύστερα ο γέρος. Του φάνηκε ότι είχε πέσει από πάνω τους ο ανεμόμυλος και τους πλάκωσε και πράγματι έπεσε, αφού ο γέρος δεν ζούσε πλέον για να τον αλέθει.
Από το μύλο έως τα Μνημούρια, το κοιμητήριο του χωρίου, ήταν πολύ κοντά.
Οι γονείς του ήταν καλοί χριστιανοί σκέφθηκε και δεν επέβαλαν στους ανθρώπους μεγάλη αγγαρεία, να τους κουβαλούν μακριά για να τους θάψουν. Αλλά και αυτός, αρκετά ετάισε τους πεθαμένους είπε και ήταν καιρός πλέον να αρχίσει να βυζαίνει τους ζωντανούς. Και αφού ο πεσμένος ανεμόμυλος δεν ήταν πλέον καλός για να κατοικεί κανείς μέσα, κουβαλήθηκε και αυτός στο άλλο άκρο της υψηλής συνοικίας, επάνω από τους βράχους.
Εκεί έστησε το θρόνο του.
Ήταν αναγνωρισμένος ηγεμόνας όλων των μαγκών και φοβερός πολέμιος όλων των παιδιών του σχολείου.
Όλα τα παιδιά «του έκαναν το σκήμα». Ήταν ο Μήτρος - ο Μήτρος ο Τσηλότατος - ή «Τσηλότατος Γιατρός».
Από πού και γιατί ονομάστηκε έτσι; Άγνωστο. Ίσως να ήταν παιδική αντίληψη του «υψηλότατος» ή του «εξοχότατος». Αγνοώ.
Ο δήμαρχος του τόπου, «εκπληρών και τα αστυνομικά», έτυχε να περάσει μία ημέρα απ’ εκεί, σιμά στο Βράχο, όχι μακριά από τη βρύση, όπου είχε το στραταρχείο του ο Τσηλότατος. Οι φτωχές γυναίκες της γειτονιάς, είχαν παραπονεθεί πικρά εναντίον της μάστιγας. Ο δήμαρχος έσεισε τους ώμους, χαμογέλασε, απεύθυνε ήπιες επιπλήξεις στον Μήτρο και σε όλη τη δωδεκαμελή συμμορία των μαγκών. Ο Τσηλότατος είχε ακριβώς μία δωδεκάδα, όσους συμβούλους είχε και ο δήμαρχος και απεφάνθη:
— Αφήστε τα παιδιά να παίζουν καλέ, αυτό δεν βλάπτει.
Φτάνει να μην το παρακάνουν.
* * *
Πέντε ή έξι παιδιά του σχολείου, απ’ εκείνα τα οποία κυνηγούσε συνεχώς ο Τσηλότατος, είχαν ανεβεί με συνοδεία του Μανωλιού του Ταπόη στην επάνω γειτονιά, το βράδυ της παραμονής του Αγίου Βασιλείου εκείνη τη χρονιά.
Ο Μανωλιός ο Ταπόης, «το ’λεγε η καρδιά του, μια φορά». (Τέτοιο σχήμα σύνταξης, με την άδεια όλων των γραμματικών, μας φαίνεται παραστατικό για τον άνθρωπο.)
Ο Μανωλιός ο Ταπόης, αλλού πήγαιναν τα πόδια του, αλλού τα χέρια και αλλού το σώμα του.
Αλλά οι μυώνες του ήταν ισχυροί και ο γρόνθος του παράλυτου χεριού εκείνου, έσφιγγε σαν μάγγανος.
Ανέβαιναν και είχαν και το φόβο. Δεν ήταν η πρώτη φορά.
Κατά τα προηγούμενα χρόνια, ο Μήτρος ο Τσηλότατος με το φουσάτο του, αν και μικρός ακόμα, τον είχε καταρημάξει το φτωχό τον Ταπόη, μαζί με τους προστατευομένους του. Τη φορά αυτή, δύο ή τρεις απ΄ τη συμμορία του Μήτρου, που φύλαγαν καραούλι, είχαν κατοπτεύσει στο φως της σελήνης από μακριά τους ερχόμενους. Ήταν ως δύο ώρες μετά τη δύση.
— Ο Μανώλης το Χταπόδι, έρχεται, μας φέρνει κελεπούρια, έδωκαν είδηση στο Μήτρο τον Τσηλότατο.
— Είναι πολλοί; ρώτησε άλλος μάγκας, που στεκόταν πλησίον του Μήτρου.
— Είναι πέντ’ έξι εφτά οχτώ, είναι καμιά δεκαριά... ως μια ντουζίνα, είπε το καραούλι.
— Σώπα συ! επιτίμησε ο Μήτρος αυτόν που ρώτησε, δεν είναι δουλειά σου. Πού ’ν’ τοι;
— Κοντεύουν, ζυγώσανε.
— Στα πόστα σας εσείς! Μαζώξετε πολλά βράχια, διέταξε ο Τσηλότατος. Αν δεν σας πω εγώ, κανένας μη ρίξει!
Όταν πλησίασε η συνοδεία, το φουσάτο ήταν ανυπόμονο να χυθεί εναντίον της. Αλλά ο Μήτρος διέταξε να μείνουν κρυμμένοι, «στα πόστα τους».
— Θα τους πάρουμε κατακοντά, εξηγήθηκε ο Μήτρος στον πλησιέστερό του. Να ψωμώσουν πρώτα κι ύστερα.
— Α! έκαμε εκείνος.
Να ψωμώσουν, εννοούσε ο Μήτρος, να πάρουν λεφτά, αφού τραγουδήσουν εδώ κι εκεί στα σπίτια. Ύστερα θα τους ρίχνονταν, θα τους έπαιρναν τα λεφτά και θα τους έδιναν και ξύλο.
Τα «βράχια» τα οποία είχαν μαζέψει, θα χρησίμευαν μόνο αν τυχόν τρέπονταν σε ταχεία φυγή οι άλλοι.
Τα παιδιά της Κάτω Ενορίας, μοιράστηκαν στα δύο, μπήκαν σε δύο μαγαζιά και άρχισαν να τραγουδούν τον Αι-Βασίλη. Ο Μανώλης το Χταπόδι, στεκόταν στον παραστάτη της πόρτας του ενός. Κατόπιν μπήκαν σε άλλα μαγαζιά και στη συνέχεια ανέβηκαν σε γνώριμα σπίτια.
Ο Μανώλης πάντοτε φρουρός της έξω πόρτας.
Η συμμορία του Τσηλότατου, πάντοτε αφανής τους παρακολουθούσε από πίσω, κρυμμένη στα στενά και στα αγκωνάρια των σπιτιών.
Μετά ώρα, η συνοδεία του Μανώλη κατέβηκε πάλι στην κύρια οδό. Ακουγόταν ο βρόντος της τσέπης των παιδιών. Ο Ταπόης κοίταζε εδώ κι εκεί. Είχε ακούσει ψιθυρισμούς δύο ή τρεις φορές. Δε γνώριζε καλά τα κατατόπια. Υποπτευόταν και ήθελε να ψάξει, να βεβαιωθεί. Δεν ήθελε να αφήσει τα παιδιά μοναχά τους.
— Ο Τσηλότατος τι να γίνεται; είπε τη στιγμή αυτή ένα απ΄τα παιδιά.
— Πώς δε μας θυμήθηκε;
— Να ο Τσηλότατος! ακούστηκε αίφνης φοβερή φωνή.
Τσηλότατος Γιατρός!
Ήταν ο ίδιος ο Τσηλότατος, ο οποίος ξεπήδησε αίφνης από ένα χάλασμα και πίσω του έτρεξε όλη η συμμορία.
— Τσηλότατος Γιατρός! επανέλαβαν εν χορώ οι συμμορίτες του, κάμετε όλοι το σκήμα! Τσηλότατος Γιατρός!
— Πιάστε σεις τα κελεπούρια! φώναξε ο Τσηλότατος.
Το Χταπόδι το κοπανίζω ’γώ!
Εν ριπή οφθαλμού βρέθηκαν αντιμέτωποι ο Τσηλότατος και ο Ταπόης.
* * *
Η μάχη άρχισε. Αμέσως ο πτωχός ο Ταπόης, έφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεις, τέσσερις από το χέρι του φοβερού Τσηλότατου.
Δεν φαινόταν η ελάχιστη πιθανότητα, δεν υπήρχε ελάχιστη ελπίδα ότι δεν θα την πάθει ο Ταπόης.
Το ένα απ΄τα παιδιά, το οποίο ήταν σχετικότερο του Ταπόη, ξεγλίστρησε από τα χέρια του ενός μάγκα και πλησίασε σιγά στον Ταπόη.
Το παιδί τούτο καταλάβαινε καλά τη γλώσσα του Μανώλη.
Ο προβλεπτικός Ταπόης, του είχε πει με τη γλώσσα και με χειρονομίες:
— Άα γης Τότατο μάμι μίμι, έα ντά, χέι το αό χέι. (Τουτέστιν, άμα δεις τον Τσηλότατο να κοντεύει να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλεις το χέρι αυτό (το αριστερό) στον καρπό του άλλου χεριού (του δεξιού).
Κατά την κρίσιμη στιγμή, το παιδί αυτό θυμήθηκε τη σύσταση, πλησίασε στον Ταπόη και δοκίμασε να εκτελέσει τη συνταγή. Επέτυχε.
— Τι του έκαμες, βρε; Μάγια; ρώτησαν οι άλλοι.
Μετά μία στιγμή, ο λαιμός του Τσηλότατου βρίσκόταν σαν σε φοβερή αρπάγη μέσα στο σφικτό γρόνθο με τα γαμψά νύχια του πελώριου χεριού του Ταπόη. Ο Τσηλότατος άφησε πνιγμένη κραυγή. Τιναζόταν, αγωνιούσε, σφάδαζε. Λίγο ακόμη αν έσφιγγε ο Ταπόης, δεν θα υπήρχε πλέον Τσηλότατος.
— Πόκυλου! έκραξε μόνον ο Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)
Τα παιδιά της συμμορίας, κρέμασαν τα χέρια κάτω και άφησαν τα «κελεπούρια». Δεν πρόφθασαν να ψάξουν τις τσέπες τους.
Η συνοδεία από την Κάτω Ενορία αναθάρρησε.
— Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!
Λίγο ακόμη και οι αμυντικοί θα λάβαιναν επιθετική στάση.
Ο Τσηλότατος πνιγόταν, ρόγχαζε, ξεψυχούσε. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω από τις κόγχες. Η ανταύγεια από τους λύχνους των μαγαζιών τα έδειχνε τρομερά στη νύχτα. Η σελήνη έλαμπε εκεί επάνω ψηλά. Σιωπή και τρόμος και αγωνία.
Ένα από τα παιδιά της συμμορίας, έτρεφε αληθινή στοργή προς τον Τσηλότατο. Τον αγαπούσε σαν αδελφοποιτό. Το παιδί τούτο είχε ακούσει να λένε, ότι ο Ταπόης, όταν συνέβη κάποτε να ακούσει ότι η μητέρα του αρρώστησε έξαφνα, έτρεξε έξαλλος από τρόμο και απελπισία. Έξαφνα του ήλθε η ενθύμηση αυτή. Το παιδί αυθόρμητα φώναξε:
— Πεθαίν’ η μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν’ η μάννα σου!
* * *
Για να σωθεί κάποιος από τα δόντια της Σκύλλας, τον παλαιό καιρό, έπρεπε να επικαλεσθεί τη μητέρα του τέρατος.
«Αυδάν δέ Κραταιίν, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
Στα σημερινά χρόνια, όσοι επικαλούνται τον Άγιο Φανούριο, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ τη μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωση μαρτυρεί απλώς πόσο κοινή είναι η προς τη μητέρα φιλοστοργία και στους Αγίους και στα τέρατα.
Ο Ταπόης τρόμαξε, κατεπλάγη, ωχρίασε. Πίστεψε προς στιγμήν το ψεύτικο άγγελμα, ηττήθηκε από το τέχνασμα το παιδαριώδες.
Άφησε το λαιμό τον οποίον άγρια έσφιγγε.
Ο Τσηλότατος γλύτωσε φθηνά, τη βραδιά εκείνη.
Τα παιδιά της συμμορίας, είχαν αρχίσει να διασκορπίζονται.
Οι δύο γείτονες καταστηματάρχες, πήραν είδηση εντωμεταξύ.
Βγήκαν έξω από τα μαγαζιά τους και με φωνές και με επιπλήξεις.
«Τ’ είν’ εδώ; Τί γίνετ’ εδώ;»
Ο Τσηλότατος, ζαλισμένος, έπεσε σε μία γωνία, για να πάρει αναπνοή και τα υπόλοιπα παιδιά, εκτός εκείνου του αφοσιωμένου, που είχε επινοήσει και εκτελέσει το τέχνασμα, τράπηκαν σε φυγή.
Ο Μανώλης με τη συνοδεία του, κατευθύνθηκαν προς την ενορία τους.
Όλα τα παιδιά ήταν υπερήφανα και καμαρωμένα. Αυτή τη χρονιά, βγήκαν νικητές από τον αγώνα.
Ο Μανώλης ήταν ντροπιασμένος, γιατί πίστεψε το ψευδολόγο παιδί.
— Δεν πειράζει, τον παρηγόρησε ο Βαγγέλης, εκείνος ο οποίος γνώριζε τη γλώσσα του και που είχε εκτελέσει το πείραμα της εμβολής και της κατευθύνσεως του χεριού.
— Καλύτερα που σε γέλασε, παρά να σου τό ’λεγε αλήθεια και να λες πάλι, καθώς την άλλη φορά, θυμάσαι; που κινδύνεψε να πεθάνει η μάννα σου:
«Πα μένη! πα-νταμένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης