steni.gr
ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΝΑΤΟΥΡΑ To Άρθρο 3 της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ προβλέπει τη δημιουργία ενός «συνεκτικού ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου ειδικών ζωνών διατήρησης», που είναι πλέον γνωστό διεθνώς σαν Δίκτυο NATURA 2000. Στο ίδιο άρθρο γίνεται λόγος για τον έλεγχο των επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης των περιοχών του δικτύου. Το Άρθρο 6 αναφέρεται στη διατήρηση και αποκατάσταση των περιοχών του δικτύου, ενώ στο Άρθρο 10 θεσμοθετείται η προστασία των κύριων χαρακτηριστικών των τόπων που λειτουργούν ως διάδρομοι μεταξύ των περιοχών του δικτύου.
Η επιβλητική Δίρφυς, η μεγάλη οροσειρά της Εύβοιας, με την χαρακτηριστικά κωνοειδή κορυφή, που μοιάζει με ένα μικρό Φουτζιγιάμα, κρατάει στις απόκρημνες πλαγιές της έναν πλούτο από σπάνια, ενδημικά φυτά. Η Δίρφη υψώνεται με μεγαλοπρέπεια στα κεντροανατολικά της Εύβοιας φτάνοντας τα 1.743 μέτρα (κορυφή Δέλφη), εκεί όπου στην αρχαιότητα υπήρχε το ιερό της Διρφύας Ήρας. Άλλες σημαντικές κορφές είναι η Πυξαριά (1.343 μ.), οι Πορτίτσες (1.158 μ.) και το Μαυροβούνι (1.189 μ.). Μετά τα κρητικά βουνά είναι το ψηλότερο βουνό της νησιωτικής Ελλάδας. Πρόκειται έναν ορεινό όγκο με έντονο ανάγλυφο και ιδιαίτερα απότομες πλαγιές γεμάτες επικίνδυνες σάρες, μεγάλα φαράγγια, πολλά ρυάκια, χειμάρρους και δασωμένους λόφους. Η κατεύθυνση της είναι από τα βοριοδυτικά στα νοτιοανατολικά. Στα ανατολικά πέφτει απότομα στο Αιγαίο, στα νότια συνδέεται με το Ξηροβούνι, στα δυτικά καταλήγει σε πεδιάδες και λόφους και στα βόρεια «σβήνει» ήρεμα μέχρι το χωριό Πήλι. Τα πετρώματα της είναι κυρίως ασβεστολιθικά που συμπληρώνονται από λίγους σχιστόλιθους. Από τη Δίρφη ξεκινάνε τα δύο μεγάλα ποτάμια της Εύβοιας, ο Λήλας και ο Μεσσάπιος. Ένα από τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά του βουνού που προσελκύει πολλούς περιπατητές είναι οι χαράδρες και τα φαράγγια που ξεκινάνε από ψηλά και καταλήγουν σε πανέμορφες, απομονωμένες παραλίες από τη μεριά του Αιγαίου.
Η βλάστηση του βουνού είναι μοναδική. Εκτεταμένοι δασότοποι από κεφαλληνιακή ελάτη, βελανιδιές, καστανιές και πεύκα που συνδυάζεται με την μεσογειακή μακία, τα πευκοδάση και τα φρύγανα στα χαμηλά και με την αλπική βλάστηση στις κορυφές. Στα ρέματα φυτρώνουν τεράστια πλατάνια, σφενδάμια, και λεύκες ενώ συναντά κανείς ακόμα βουνοκυπάρισσα, σορβιές, ίταμους, γκορτσιές, κ.ά. Στις νότιες πλαγιές του βουνού απλώνεται το Αισθητικό Δάσος Στενής που χαρακτηρίζεται από την χλωριδική ποικιλότητα, τις πολυάριθμες πηγές και την όμορφη γεωμορφολογία. Στην περιοχή φυτρώνουν πολλά σπάνια και ενδημικά λουλούδια με αρκετά περιορισμένη εξάπλωση.
Από τα ενδημικά είδη ξεχωρίζουν η φριτιλάρια της Εύβοιας Fritillaria euboeica, η Cruciata taurica euboea που φυτρώνει στις σάρες, η Nepeta dirphya, το Senecio eubaeus, το Allium calamarophilon, ο Stachys tetragona, το τσάι της Εύβοιας Sideritis euboea, η σιληνή Silene dirphya, η βιόλες Viola dirphya και V. euboea, η Malcolmia macrocalyx scyria, η ασπέρουλα Asperula suffruticosa, το Leptoplax emarginata, η ρίγανη Origanum lirium και το Verbascum euboicum. Άλλα ενδιαφέροντα φυτά είναι η παιώνια Paeonia mascula hellenica, ο κρίνος Lilium chalcedonicum, η Rindera graeca, οι καμπανούλες Campanula constantinii και C. cymaea, η Corydalis bulbosa blanda, το σπάνιο Linum aroanicum, η Crepis incana, το λυχναράκι Aristolochia elongata, ο ελέβορος Helleborus cyclophyllus, η ίριδα Iris hellenica, η Lysimachia serpyllifolia και η Stellaria holostea.
Όλη η περιοχή είναι σημαντική για τα πουλιά, ιδιαίτερα ως περιοχή αναπαραγωγής για πολλά αρπακτικά και πουλιά του δάσους. Στο βουνό και στα δάση του ζούνε φιδαετοί, σπιζαετοί, γερακίνες, σφηκιάριδες, κιρκινέζια, βραχοκιρκίνεζα, πετρίτες, μαυροπετρίτες, χρυσογέρακα, μπούφοι, γκιώνηδες, κουκουβάγιες, χουχουριστές, τυτούδες, κοράκια, σκουρόβλαχοι, πέρδικες, μπεκάτσες, τρυγόνια, φάσσες, βουνοτσίχλονα, δεντροσταρήθρες, τσίχλες, γυδοβυζάχτρες, αετομάχοι, γαλαζοκότσυφες, πετροκότσυφες, νεροκότσυφες, βραχοτσοπανάκοι, δεντροτσοπανάκοι, κ.ά.
Στα ψηλά και υγρά σημεία του βουνού μπορεί κανείς να βρει αμφίβια που συνήθως απαντώνται στους ηπειρωτικούς ορεινούς όγκους, όπως σαλαμάνδρες, κοινούς τρίτωνες και κιτρινομπομπίνες. Η ερπετοπανίδα συμπληρώνεται από φρύνους, πρασινόφρυνους, δεντροβάτραχους, βαλκανοβάτραχους, γραικοβάτραχους, κρασπεδοχελώνες, μεσογειακές χελώνες, γραικοχελώνες, σαυρόφιδα, πρασινόσαυρες, τρανόσαυρες, σιλιβούτια, τοιχογουστέρες, λιακόνια, αστραπόφιδα, λαφιάτες, δεντρογαλιές, σαπίτες, σαΐτες, αγιόφιδα, σπιτόφιδα και οχιές. Από τα θηλαστικά, συναντά κανείς αλεπούδες, ασβούς, σκαντζόχοιρους, κουνάβια, νυφίτσες, λαγούς, δασομυωξούς και κηπομυγαλές.
Σφένδαμος
Ο σφένδαμος, το σφενδάμι ή σφεντάμι (αρχ. ελλ., ἡ σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή ημίθαμνων με την επιστημονική ονομασία Acer.
Η επιστημονική ονομασία του σφένδαμου οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις (acer στα λατινικά σημαίνει οξύς, αιχμηρός).
Acer opalus hyrcanum (Σφενδάμι σερβικό)
Έχει σφαιρικό σχήμα κανονικού περιγράμματος. Τα φύλλα είναι σύνθετα αποτελούμενα από 5 συνήθως πριονωτά φυλλάρια και ο κορμός είναι μονός χρώματος γκρι. Είναι δένδρο ανθεκτικότατο στο κρύο
Ο καρπός του σφένδαμου, έχει δυο φύλλα με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με έντομο με δυο μεγάλα φτερά.
Το έλατο διατηρεί το αρχαίο του όνομα «ελάτη» (αβέβαιας ετυμολογίας). Ο Θεόφραστος αναφέρεται εκτεταμένα στην περιγραφή, την οικολογία και την χρησιμότητά του. Η Ελάτη η κεφαλληνιακή (Abies cephalonica Loudon 1838) συναντάται μόνο στην Κεφαλονιά, ως αποτέλεσμα της απομόνωσης του νησιού σε παλαιούς γεωλογικούς χρόνους, Στην ηπειρωτική Ελλάδα αναφέρεται η ποικιλία Abies cephalonica var. graeca, που εξαπλώνεται στην Πελοπόννησο, την Κεντρική Ελλάδα και βόρεια ως τον Όλυμπο και την χερσόνησο του Άθωνος. Το ελληνικό έλατο συνυπάρχει με το μαυρόπευκο (Pinus nigra) και βόρεια με το υβριδικό της Βαλκανικής έλατο Abies x borisii-regis.
Το έλατο είναι ψυχρόβιο δέντρο, φύεται σε ασβεστολιθικά εδάφη και πετρώδεις πλαγιές από τα 700 έως τα 1200 μέτρα και φθάνει σε ύψος τα 30 μέτρα. Έχει το προνόμιο να αντικρίζει πολλές φορές την θάλασσα, όπως στην φωτογραφία από τον Κιθαιρώνα,
Είναι ελληνικό ενδημικό είδος.
Δασομυωξός (Glis glis)
Ζει πάνω στα δέντρα των δασών και τρέφεται προπάντων με καρπούς. Τη φωλιά του την κάνει ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους, τρύπες βράχων, δέντρων.
Τον διακρίνουμε δύσκολα γιατί είναι νυχτοβάτης. Κοιμάται 6 μήνες το χρόνο! Τα χαρακτηριστικά τους είναι ενδιάμεσα ποντικού και σκίουρου.
Coluber caspius (Ζαμενής (Αστραπόφιδο))
Γουστέρα
Testudo hermanni hermanni (Ονυχοχελώνα)
Χελώνα
Όλη η περιοχή είναι σημαντική για τα πουλιά, ιδιαίτερα ως περιοχή αναπαραγωγής για πολλά αρπακτικά και πουλιά του δάσους. Στο βουνό και στα δάση του ζούνε φιδαετοί, σπιζαετοί, γερακίνες, σφηκιάριδες, κιρκινέζια, βραχοκιρκίνεζα, πετρίτες, μαυροπετρίτες, χρυσογέρακα, μπούφοι, γκιώνηδες, κουκουβάγιες, χουχουριστές, τυτούδες, κοράκια, σκουρόβλαχοι, πέρδικες, μπεκάτσες, τρυγόνια, φάσες, βουνοτσίχλονα, δεντροσταρήθρες, τσίχλες, γυδοβυζάχτρες, αετομάχοι, γαλαζοκότσυφες, πετροκότσυφες, νεροκότσυφες, βραχοτσοπανάκοι, δεντροτσοπανάκοι, κ.ά.
Πετρίτης
Πετρίτης (Falco peregrinus)
Ο Πετρίτης θεωρείται το κατεξοχήν γεράκι και το πιο γρήγορο πλάσμα σε αυτόν τον πλανήτη. Όταν εφορμά ενάντια στη λεία του, αναπτύσσει ταχύτητες που ξεπερνούν τα 270 χιλιόμετρα την ώρα ενώ πιστεύεται ότι μπορεί να φτάσει και τα 400 χιλιόμετρα την ώρα !!!
Περιγραφή
Μήκους 38-48 εκατοστών, έχει το μέγεθος της Κουρούνας, με μακριές και μυτερές φτερούγες όπως όλα τα γεράκια, μαύρο μουστάκι, σχετικά κοντή ουρά και γρήγορο φτεροκόπημα σαν του περιστεριού. Ο θηλυκός πετρίτης είναι πιο μεγαλόσωμος και σκοτεινότερου χρώματος από τον αρσενικό. Το φτέρωμα του αρσενικού Πετρίτη ποικίλλει, από σκούρο σε ανοιχτό γκρίζο στο πάνω μέρος, μαύρο το πάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ το κάτω μέρος του σώματος έχει απόχρωση ασπροκίτρινη με πυκνές, μαύρες λωρίδες. Τα ανήλικα, σκοτεινοκάστανα στο πάνω μέρος του σώματός τους, έχουν ανοιχτόχρωμα φτερά με ραβδώσεις στο κάτω μέρος.
Γερακίνα
H γερακίνα είναι ένα μεσαίου μεγέθους αρπακτικό πτηνό αλλά από τα μεγαλύτερα είδη των γερακιών (γερακίνες, γεράκια, κίρκοι, ξεφτέρια, σαΐνια, πετρίτες, κιρκινέζια) με μήκος κοντά στα 60 εκατοστά, άνοιγμα φτερών μέχρι και 1,3 μέτρα και βάρος μέχρι και 1,2 κιλά. Το σώμα της είναι συμπαγές, ο λαιμός κοντόχονδρος, η ουρά μεσαίου μήκους και οι φτερούγες φαρδιές. Όταν κάθεται σε ένα σημείο το σώμα της είναι αρκετά όρθιο σε σχέση με άλλα αρπακτικά. Το χρώμα της παρουσιάζει πολύ μεγάλη ποικιλότητα, από πολύ σκούρο μέχρι πολύ ανοικτό, συνήθως ραχιαία το σώμα, η ουρά και οι φτερούγες με χρώμα σκούρο καστανό, κοιλιακά η ουρά υπόλευκη με πυκνές γκρι ρίγες και στην άκρη παχιά μαύρη λωρίδα, και οι φτερούγες υπόλευκες με σκούρες ρίγες και μαυριδερή πίσω ακμή και κορυφές τους, σκουρόχρωμη η κοιλιακή περιοχή του σώματος με μια ανοιχτόχρωμη ζώνη στο στήθος. Φωλιάζει σε δάση ή συστάδες δέντρων σε ορεινές έως πεδινές περιοχές, πάντα κοντά σε ανοιχτές εκτάσεις όπως ανοικτές πεδιάδες, γεωργικές εκτάσεις, υγροτόπους. Απαντάται σχεδόν σε όλους τους βιοτόπους συνήθως να περιπολεί στον αέρα ή να επιτηρεί μια περιοχή, ακόμα και δίπλα στο οδικό δίκτυο ενώ, πολύ συχνά εντοπίζεται στην κορυφή στύλων, φρακτών, δέντρων καραδοκώντας τη λεία της. Η τροφή της γερακίνας αποτελείται από μικρά θηλαστικά, πουλιά, ερπετά, αμφίβια και ασπόνδυλα, και φυσικά από νεκρά ζώα. Ανεμοπορεί σε μεσαίο ύψος και «βουτάει» στο έδαφος όταν εντοπίσει κάτι ενδιαφέρον.
Διπλοσάϊνο (Accipiter gentilis)
Ιδιαίτερα ισχυρό, σβέλτο και μαχητικό αρπακτικό των δασωμένων εκτάσεων, μήκους 47-61 εκατοστών. Το θηλυκό είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το αρσενικό και σχεδόν ζυγίζει το διπλάσιο! Επιδημητικό πουλί στην ηπειρωτική Ελλάδα ενώ αρκετά διπλοσάινα καταφθάνουν στη χώρα μας το χειμώνα από πιο βόρειες χώρες. Το φτέρωμα στο πάνω μέρος του σώματός του είναι σκοτεινόχρωμο γκρίζο με μια χαρακτηριστική υπόλευκη λωρίδα που φτάνει μέχρι και πίσω από το μάτι. Το κάτω μέρος είναι λευκό με πολλές οριζόντιες μαυριδερές γραμμές. Η ουρά έχει λευκό χρώμα στο κάτω μέρος. Τα ανήλικα διπλοσάινα έχουν στη ράχη ανοιχτόχρωμα γκρίζα φτερά, κιτρινωπό το κάτω μέρος με σκούρες καφετιές πιτσιλιές σαν σταγόνες. Θα το συναντήσουμε σε δάση με κωνοφόρα και φυλλοβόλα δέντρα αλλά και σε ανοιχτές περιοχές. Η τροφή του αποτελείται από μεσαίου μεγέθους θηλαστικά και πουλιά που καταδιώκει γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα με εξαιρετική επιδεξιότητα. Κυνηγάει πετώντας γρήγορα και χαμηλά με λίγα, πολύ γρήγορα φτεροκοπήματα και μακριά αερογλιστρήματα. Βγάζει μια σύντομη κραυγή κι ένα κακαριστό «γκι-γκι-γκι». Το Διπλοσάινο φτιάχνει μεγάλη φωλιά από κλαδιά πάνω στα δέντρα και γεννάει τον Απρίλιο έως Μάιο 3-5 αβγά τα οποία κλωσάει το θηλυκό επί 33-38 μέρες. Οι νεοσσοί κάνουν τις πρώτες τους πτήσεις μετά από 40 -45 μέρες.
[ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ / ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ / ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ / ΑΘΗΝΑ / 1996]
Ο φιδαετός είναι ένας μεγάλος αετός με μήκος που φτάνει τα 70 εκατοστά, βάρος μέχρι και 2,5 κιλά και άνοιγμα φτερών μέχρι και 1,8 μέτρα. Οι φτερούγες του είναι μακριές και φαρδιές, ο λαιμός του κοντός και το κεφάλι του σχετικά μεγάλο. Το χρώμα του ραχιαία είναι σκούρο καφέ, ενώ κοιλιακά είναι ανοιχτόχρωμο με το λευκό να είναι το βασικό χρώμα με καφέ κηλίδες ή ρίγες και καφέ κεφάλι και λαιμό. Αναπαράγεται σε ανοικτές ξηρές περιοχές με αραιά δάση, φωλιάζει σε δέντρα και αναζητά την τροφή του σε ανοικτές εκτάσεις ανάμεσα σε μακία, φρύγανα και διάσπαρτα δέντρα. Την τροφή του αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά τα ερπετά, χαρίζοντάς του το κοινό όνομα «φιδαετός» καθώς είναι πολύ χαρακτηριστική η εικόνα του όταν έχει συλλάβει κάποιο φίδι και πετά προς τη φωλιά του κρατώντας το με τα πόδια του ή το ράμφος του. Στο κυνήγι φτεροκοπά παραμένοντας στο ίδιο σημείο ή απλά αιωρείται ακίνητος πάνω από περιοχή με πιθανό θήραμα, το οποίο αρπάζει με μια απότομη βουτιά
Σπιζαετός
ο αετός της μεσογείου
Ο Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus) είναι ένας αετός μεσαίου μεγέθους (65-72 εκ.), με άνοιγμα φτερών 150-180 εκ., που στην Ευρώπη περιορίζεται στις Μεσογειακές περιοχές. Η παγκόσμια εξάπλωσή του, εκτείνεται από την ΒΔ Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο, ανατολικά στη Β. Ινδοκίνα και στη Ν. Κίνα.
Ο Σπιζαετός ζει σε χαμηλού και μεσαίου υψομέτρου ορεινές περιοχές, (ως 1500 μ.) και σπανίως ψηλότερα. Απαντάται κυρίως σε θερμές βραχώδεις ορεινές περιοχές με εκτεταμένους θαμνώνες (μακί, φρύγανα), και λιγότερο συχνά σε δάση, αλλά και σε γυμνές πλαγιές χωρίς καθόλου βλάστηση. Κυνηγάει στα πιο πολλά είδη βιοτόπων, εκτός του κλειστού δάσους και της ερήμου και φωλιάζει σε απόκρημνα βράχια και σπανίως σε δέντρα. Το κάθε ζευγάρι φτιάχνει αρκετές φωλιές (1-6), η μια κοντά στην άλλη (ακόμα και στον ίδιο βράχο) που τις χρησιμοποιεί διαδοχικά. Με τα χρόνια οι φωλιές γίνονται τεράστιες σε μέγεθος ως 1,80 μ. σε ύψος και 2 μ. σε διάμετρο.
Τα αναπαραγόμενα πουλιά παραμένουν όλο τον χρόνο κοντά στη επικράτεια τους, ενώ τα νεαρά και τα ανήλικα, τουλάχιστον στην ΝΔ Ευρώπη, διασπείρονται σε χαμηλού υψομέτρου περιοχές με μεγάλη πυκνότητα τροφής, όπου συνήθως δεν υπάρχουν ενήλικα άτομα.
Τρέφεται με μεσαίου μεγέθους θηλαστικά και πουλιά, κυρίως με κουνέλια και πέρδικες, αλλά και με λαγούς, σκίουρους, τρωκτικά, περιστέρια, κορακοειδή, γλάρους και ερπετά, που τα πιάνει στο έδαφος αλλά και στον αέρα.
Ο Σπιζαετός κατατάσσεται στα όχι παγκοσμίως απειλούμενα σε παγκόσμιο επίπεδο είδη (IUCN), ενώ η BirdLife International τον έχει κατατάξει στα απειλούμενα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είδη (Tucker and Heath 1994). Στην Ελλάδα έχει καταταχθεί στα Τρωτά στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο.
Είναι είδος σπάνιο, με ακανόνιστη κατανομή στη Μεσόγειο. Ο πληθυσμός του στη Ευρώπη, που υπολογίζεται σε λιγότερο από 1000 ζευγάρια, έχει υποστεί δραστική μείωση. Ειδικότερα για τη δεκαετία 1980-90, η μείωση έχει υπολογιστεί σε 25% στην Ισπανία, όπου και βρίσκεται το 75% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Οι βασικότερες απειλές που αντιμετωπίζει ο Σπιζαετός με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πληθυσμού και της κατανομής του, είναι η λαθροθηρία, η πρόσκρουση σε ηλεκτροφόρα σύρματα των νεαρών και ανήλικων Σπιζαετών, η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας καθώς και η μείωση της τροφής του.
Μια από τις σημαντικότερες όμως απειλές που αντιμετωπίζει ο Σπιζαετός είναι η αλλαγή των χρήσεων γης και η εγκατάλειψη των παραδοσιακών αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που έχει αποσταθεροποιήσει την παλιά ισορροπία του Μεσογειακού τοπίου ("μωσαϊκό βιοτόπων") είτε μέσω μιας φυσικής αναδάσωσης, είτε μέσω νέων αγροτικών πρακτικών. Έτσι μειώνεται η βιοποικιλότητα, και ως εκ τούτου η λεία του Σπιζαετού.
Ο πληθυσμός του Σπιζαετού στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ορνιθολογικής από την αναθεώρηση των ΣΠΠΕ, υπολογίζεται σε 85-105 ζευγάρια. Πάνω από το 50% ζει στα νησιά και την Κρήτη (γεγονός που αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της Ελλάδας σε σχέση με την Δ. Ευρώπη), ενώ τα υπόλοιπα κατανέμονται στο μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας και συγκεκριμένα στη παράκτια μεσογειακή ζώνη. Υπάρχουν ενδείξεις μικρής μείωσης (πιθανώς τοπικής εξαφάνισης) αλλά η κατανομή του Σπιζαετού στην Ελλάδα φαίνεται να παραμένει σταθερή εκτός της Β. και Κ. ηπειρωτικής Ελλάδας όπου μειώνεται.
Οι κυριότερες γνωστές απειλές που αντιμετωπίζει το είδος στη χώρα μας είναι η λαθροθηρία, η καταστροφή των βιοτόπων του (λατομεία, κατασκευή κατοικιών κλπ), η ενόχληση στις θέσεις φωλιάσματος (αύξηση τουρισμού), η διάνοιξη δρόμων που κάνει προσιτούς στους λαθροθήρες τους βιοτόπους του είδους και πιθανώς η έλλειψη τροφής σε ορισμένα μέρη. Σε αρκετές εξάλλου περιοχές, ο Σπιζαετός θεωρείται αδικαιολόγητα- από τους βοσκούς απειλή για τα νεογέννητα αρνάκια και για αυτό τον κυνηγούν.
Για την καλύτερη γνώση της κατάστασης και των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι Σπιζαετοί στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνεται τακτική απογραφή, και παρακολούθηση του πληθυσμού του ώστε να προλαμβάνονται πιθανές καταστροφικές ενέργειες κοντά στις θέσεις φωλιάσματος. Επίσης θα πρέπει να γίνουν μελέτες της οικολογίας του, και να διερευνηθούν οι ιδιαιτερότητες του νησιώτικου πληθυσμού του. Με τη γνώση που θα αποκτηθεί θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε προσεκτική προστασία ανά περιοχή και ενημέρωση των κατοίκων και των κυνηγών των περιοχών που ζει.
Κιρκινέζι
Το γεράκι που φωλιάζει μαζί με τα περιστέρια
Το κιρκινέζι (Falco naumanni), ένα γεράκι που μοιάζει πολύ με το βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), το κοινότερο γεράκι στην Ελλάδα και την Ευρώπη, συμπεριλαμβάνεται στα παγκόσμια απειλούμενα είδη. Η κατηγοριοποίηση αυτή δεν γίνεται πιστευτή από τους κατοίκους ορισμένων χωριών της Θεσσαλίας, της Τρίπολης, των Ιωαννίνων και του Γαλαξιδίου.
Όλοι όμως συμφωνούν με τη διαπίστωση της BirdLife International ότι τις τελευταίες δεκαετίες η μείωση των πληθυσμών του είναι ραγδαία. Εξάλλου, από πολλά άλλα χωριά έχει ήδη εξαφανιστεί, όπως και από πολλές χώρες της Ευρώπης.
Όταν κανείς ξεκινάει την παρατήρηση πουλιών, ένα από τα πρώτα πουλιά που μαθαίνει να ξεχωρίζει είναι το βραχοκιρκίνεζο και με αυτό ως πρότυπο ταυτοποιεί τα υπόλοιπα γεράκια. Συγκρίνει το μέγεθος, το χρώμα, τα σχέδια στην ουρά, το μέγεθος της οφθαλμικής λωρίδας, τον τρόπο πετάγματος κ.λπ.. Το κιρκινέζι όμως, είναι πραγματικά δύσκολο για τον αρχάριο παρατηρητή πουλιών.
Οι διαφορές του από το παρόμοιο και πολύ συγγενικό του βραχοκιρκίνεζο είναι οι εξής: Είναι πιο ανοικτόχρωμο από κάτω, τα χρώματα από πάνω είναι πιο απαλά και στο αρσενικό, τα δευτερεύοντα καλυπτήρια στις φτερούγιες έχουν μπλε-γκρι χρώμα. Το πέταγμά του είναι πιο ενεργό, ενώ ο μετεωρισμός (πέταγμα επί τόπου για την αναζήτηση της λείας) διαρκεί έως 6 δευτερόλεπτα. Τότε μπορούμε επίσης να διακρίνουμε, ότι η ουρά του είναι γωνιώδης καθώς τα δύο μεσαία εξωτερικά πηδαλιούχα (μεγάλα φτερά της ουράς) είναι μεγαλύτερα.
Τον χειμώνα είναι απίθανο να τα δούμε στη χώρα μας, εκτός από εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις. Νωρίς την άνοιξη, όταν επιστρέφουν από την Αφρική όπου ξεχειμώνιασαν, θα τα δούμε σε μεγάλες ομάδες σε στήλους της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ, ή όλα μαζί σε μεμονωμένα δέντρα στον κάμπο.
Μετά διασπείρονται στις θέσεις αναπαραγωγής. Η μεγάλη πλειοψηφία συγκεντρώνεται στα χωριά, όπου φωλιάζουν σε παλιά σπίτια ή αποθήκες. Πολλές φορές συγκεντρώνονται πολλές δεκάδες σε μια παλιά αποθήκη.
Βραχοκιρκίνεζο
Το Βραχοκιρκίνεζο (επιστημονική ονομασία Falco tinnunculus) είναι είδος γνήσιου γερακιού (γένος Falco). Στην Ελλάδα το βραχοκιρκίνεζο απαντάται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ως επιδημητικό πτηνό.
Το βραχοκιρκίνεζο είναι από τα κοινότερα και ευκολότερα προσαρμόσιμα γεράκια της Ελληνικής πανίδας. Πρόκειται για πτηνό των πεδινών και ανοιχτών οικοτόπων, όπως οι ερεικώνες, οι θαμνώδεις εκτάσεις και ελώδεις περιοχές. Δεν απαιτεί δάση, εφόσον υπάρχουν εναλλακτικές φωλιές για κούρνιασμα, όπως πέτρες ή κτίσματα. Ευδοκιμεί εύκολα σε άδενδρες περιοχές, όπου υπάρχουν άφθονα ποώδη φυτά και θάμνοι για να υποστηρίξουν έναν πληθυσμό θηραμάτων.
Μαυροπετρίτης
Ο Μαυροπετρίτης είναι ένα σκουρόχρωμο, μεσαίου μεγέθους μεταναστευτικό γεράκι με μακριές φτερούγες το οποίο εμφανίζεται στη Μεσόγειο τον Απρίλιο, επιστρέφοντας από τις περιοχές διαχείμασης του στην Ανατολική Αφρική και ιδιαίτερα τη Μαδαγασκάρη (Cramp & Simmons 1980, Beaman & Madge 1998 και Clark 1999). Τα ενήλικα απαντώνται σε δύο χρωματικές φάσεις: μία σκούρα, σχεδόν ολόμαυρη και μία, πιο συνηθισμένη, ανοιχτή φάση στην οποία το σώμα είναι ανοιχτό καστανοκόκκινο με επιμήκεις ραβδώσεις. Πάντως, σε συνθήκες πεδίου ακόμη και η ανοιχτόχρωμη φάση δείχνει ένα πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο πουλί. Έχει αγελαίες συνήθειες ενώ μεμονωμένα άτομα μπορούν να μπερδευτούν με τον Πετρίτη (Falco peregrinus), που είναι όμως πιο γεροδεμένος και με πιο κοντή ουρά.
Η Ελλάδα θεωρείται ως η πιο σημαντική χώρα για τη διατήρηση και την επιβίωση του Μαυροπετρίτη αφού γνωρίζουμε πλέον ότι φιλοξενεί κατά την περίοδο της αναπαραγωγής πάνω από το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού (Dimalexis et al 2007) που εκτιμάται στα 14,700 - 15,400 ζευγάρια. Παλαιότερες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για το 70% (Walter 1979) και το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ένα τρίτο του οποίου αναπαράγεται στις νησίδες της Κρήτης (BirdLife International 1999, Ristow 1991).
Στην Ελλάδα ο Μαυροπετρίτης εμφανίζεται από τον Απρίλιο με τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα να ζευγαρώνουν και να καταλαμβάνουν θέσεις φωλιάσματος σχηματίζοντας χαλαρές αποικίες ήδη από το Μάη.
http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=1025&aID=3<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on
Μπούφος
Κοινή ονομασία διάφορων νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν κεφάλι χοντρό, μάτια μεγάλα μετωπικά, ισχυρό γαμψό ράμφος, πόδια με γαμψά νύχια και φτέρωμα πυκνό και απαλό. Ο κοινός μπούφος.(asio otus) έχει καστανό χρώμα με
πολλές λουρίδες, έτσι που συγχέεται εύκολα με τον φλοιό των δέντρων·
στο κεφάλι του υπάρχουν δυο λοφία από φτερά που μπορούν να ανορθω
θούν· τα μάτια του είναι κίτρινα και τα πόδια του καλύπτονται με φτερά. Ζει γενικά στα δάση της Ευρώπης και της νοτιοκεντρικής Ασίας, απαντάται όμως και στη Β. Αφρική· είναι πουλί ωφέλιμο για τον άνθρωπο, επειδή τρέφεται με τρωκτικά. Την άνοιξη το θηλυκό γεννάει σε φωλιές που
έχουν εγκαταλείψει άλλα πουλιά ή σε φωλιές τρωκτικών – 4-5 λευκά αβγά που τα κλωσσάει επί τρεις βδομάδες
Αετομάχος
Ο Αετομάχος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Λανιιδών (Αετομαχιδών), ένας από τους κεφαλάδες που απαντώνται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Lanius collurio και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]
Πετροπέρδικα
Έχει γκρίζο χρώμα με καστανόγκριζη ράχη, λευκά πλευρά με μαύρες ραβδώσεις κόκκινα πόδια, ράμφος και δαχτυλίδι ματιού και λευκή τραχηλιά με μαύρο περιθώριο.
Δενδροσιταρήθρα
Η Δεντροσταρήθρα είναι ένα μικρό εδαφόβιο πουλί της οικογένειας των κορυδαλλιδων
Χαμοκελάδα
Οι Χαμοκελάδες είναι συνηθισμένες κατά την ανοιξιάτικη μετανάστευση και λιγότερο το φθινόπωρο. Συνήθως δεν απαντούν σε μεγάλα κοπάδια όπως οι άλλες κελάδες.
Τυτώ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
H Τυτώ (-ούς) είναι γλαυκόμορφο πτηνό της οικογενείας των Τυτονιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tyto alba και περιλαμβάνει 32 υποείδη.[2][3]
Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Tyto alba alba, Tyto alba guttata και Tyto alba erlangeri (Κρήτη). [4]
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, η Τυτώ δεν είναι κουκουβάγια με την αυστηρή έννοια (sensu stricto) του όρου (οικογένεια Γλαυκίδες (Strigidae)), αλλά αποτελεί ένα ιδιαίτερο γλαυκόμορφο πτηνό (οικογένεια Τυτονίδες (Tytonidae)), που ανήκει στην ομάδα με τη γενική -και εν πολλοίς τεχνητή- ονομασία πεπλόγλαυκες
Λαλοτσιροβάκος - Sylvia curruca
Καλοκαιρινός επισκέπτης - Σε ανοικτά εδάφη, θάμνους, βάτα. Φωλιάζει κοντά στο έδαφος σε χαμηλή βλάστηση Επάνω μέρος κιτρινοκαστανό. Κεφάλι (στέμμα-μέτωπο) σταχτιά μέχρι και το κάτω μέρος των ματιών και στη βάση του ράμφους. Κάτω μέρος-λαιμός-κοιλιά-ουρά υπόλευκα με κιτρινοκαστανές αποχρώσεις στα πλάγια. Πόδια σταχτιά
Μαυροσκούφης
Ο Μαυροσκούφης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Συλβιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sylvia atricapilla και περιλαμβάνει 5 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Sylvia atricapilla atricapilla (Linnaeus, 1758)
Βραχοτσοπανάκος
Ο Βραχοτσοπανάκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σιττιδών, ένας από τους τσοπανάκους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sitta neumayer και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Τσαρτσάρα
Η Τσαρτσάρα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κιχλιδών, μία από τις τσίχλες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Turdus viscivorus και περιλαμβάνει 3 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Turdus viscivorus viscivorus Linnaeus
Ορη Δίρφη, Σκοτεινή, Ορτάρι, Ξεροβούνι, Μαυροβούνι και περιοχή Κύμης
Έξι βουνά με βραχώδεις κορυφές και πλαγιές. Επίσης δασότοποι με κωνοφόρα και φυλλοβόλα δέντρα υπάρχουν στην βορειοκεντρική Εύβοια. Υπάρχουν δάση από Abies cephalonica (Κεφαλληνιακή ελάτη) και Castanea sativa (Καστανιά). Υπάρχουν επίσης μεσογειακή μακία και φρύγανα στα χαμηλότερα μέρη και πολλοί γκρεμοί ειδικά στην ακτή. Χαράδρες και θαλάσσιοι γκρεμοί είναι απομονωμένοι και απρόσιτοι
Συνολική Έκταση (ha)
63139.94
Χερσαία Έκταση (ha)
63000.0
Συνολική Περίμετρος (km)
240.1
Μέγιστο Υψόμετρο (m)
1743.0
Βοτανικώς σημαντική περιοχή για τα τοπικά ή τα πολύ περιορισμένης εξάπλωσης ενδημικά φυτά. Υπάρχουν σπάνια είδη και υπό-μεσογειακή χλωρίδα γενικά. Σημαντική περιοχή για γύπες, αετούς και Bubo bubo (Μπούφος).
Αξιόλογα Φυτά |
|
Αξιόλογα Πτηνά
Accipiter gentilis gentilis (Διπλοσάινο)
Alectoris graeca (Πετροπέρδικα)
Anthus campestris campestris (Χαμοκελάδα)
Apus melba melba (Σκεπαρνάς)
Aquila chrysaetos chrysaetos (Χρυσαητός)
Bubo bubo bubo (Μπούφος)
Caprimulgus europaeus (Γυδοβυζάχτρα)
Cinclus cinclus aquaticus (Νεροκότσυφας)
Circaetus gallicus (Φιδαητός)
Emberiza caesia (Σκουρόβλαχος)
Emberiza cia (Βουνότσιχλονο)
Falco eleonorae (Μαυροπετρίτης)
Falco peregrinus brookei (Πετρίτης)
Gyps fulvus (Όρνιο)
Hieraaetus fasciatus (Σπιζαητός)
Hydrobates pelagicus (Υδροβάτης)
Lanius collurio collurio (Αητόμαχος)
Lullula arborea arborea (Δεντροσταρήθρα)
Monticola solitarius (Γαλαζοκότσυφας)
Motacilla cinerea (Σταχτοσουσουράδα)
Pernis apivorus (Σφηκιάρης)
Phylloscopus bonelli orientalis (Βουνοφυλλοσκόπος)
Sitta europaea caesia (Δεντροτσοπανάκος)
Sitta neumayer neumayer (Βραχοτσοπανάκος)
Strix aluco aluco (Χουχουριστής)
Sylvia atricapilla (Μαυροσκούφης)
Sylvia curruca curruca (Λαλοτσιροβάκος)
Turdus viscivorus (Τσαρτσάρα)
Tyto alba alba (Τυτώ)
Αξιόλογα Αμφίβια / Ερπετά
Bombina variegata scabra (Κιτρινοβομβίνα)
Bufo viridis viridis (Πρασινόφρυνος)
Coluber gemonensis gemonensis
Hyla arborea arborea (Δεντροβάτραχος)
ΧΛΩΡΙΔΑ
Στο δασικό σύμπλεγμα της Δίρφης βρίσκονται οι εξής φυτικές διαπλάσεις.
1) Η διάπλαση των κωνοφόρων
Φυτοκοινωνία με παραμεσόγεια ξηροθερμόβια κωνοφόρα με κύριο εκπρόσωπό τους τη χαλέπιο πεύκη, αλλά και την ακτινωτή πεύκη κυρίως από αναδασώσεις, σε υψόμετρο από 350 μέτρα έως 700 μέτρα.
Σαν υπόροφος συναντώνται τα αείφυλλα πλατύφυλλα
Φυτοκοινωνία παραμεσόγειων λιγότερο ξηροθερμόβιων
κωνοφόρων, που εξαπλώνεται σε υψόμετρο από 700 μέτρα έως 1200 μέτρα και εκπροσωπείται από την κεφαλληνιακή ελάτη. Στην φυτοκοινωνία αυτή εμφανίζονται με δευτερεύουσα μορφή είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές συστάδες τα εξής δασοπονικά είδη:
1) Πλάτανος ανατολικός
2) Καστανιά η κοινή
3) Γαύρος ανατολικός
4) Οστρυά καρπινόφυλλη
5) Ίταμος ραγοφόρος
6) Άρκευθος οξύκεδρος
7) Άρκευθος νανώδης
8) Αρκουδοπούρναρο
2) Η διάπλαση πλατύφυλλων που φυλλοβολούν τα φύλλα τους κατά την διάρκεια του χειμώνα.
Αυτή συναντάται σε υψόμετρο 550 μέτρων έως 900 και αντιπροσωπεύεται από την φυτοκοινωνία της καστανιάς, στο αισθητικό δάσος της Στενής, σε συστάδες στο δάσος των Στροπώνων και σε τμήμα δάσους του Μετοχίου. Σε ορισμένες θέσεις βρίσκεται σε μίξη με άτομα ή συνδεδρίες ή και μικροενώσεις ελάτης. Επίσης παρατηρούνται μεμονωμένα δένδρα της πλατύφυλλης δρυός.
Φώτο 2
3) Η διάπλαση των αείφυλλων πλατύφυλλων.
Αυτή ξεκινάει από τα χαμηλά υψόμετρα και φθάνει έως τα 800 μέτρα. Συναντάται αμιγής, όπου στα χαμηλά υψόμετρα ανακατεύεται με τις γεωργικές καλλιέργειες ενώ στα ψηλότερα με δέντρα της χαλέπιας πεύκης, της καστανιάς και της ελάτης. Τα είδη που αποτελούν την φυτοκοινωνία των πλατύφυλλων αείφυλλων είναι τα εξής:
Αριά
Πουρνάρι ή πούρνος
Φιλίκι
Κουμαριά
Γλιστροκουμαριά
Ερείκη δενδρώδης (κοινώς ρείκι)
Ερείκη σπονδυλωτή
Σχίνος
Κοκορεβιθιά
Κολουτέα δενδρώδης (φούσκα)
Φράξος
Αγριελιά
Κουτσουπιά
Άρκευθος οξύκεδρος
Άρκευθος νανώδης
Άρκευθος φοινικική (κέδρος)
Κράταιγος
Γκορτσιά
Παλιούρι
Ασπάλαθος
Σπάρτο
Κιτρινόξυλο
Χρυσόξυλο
Πικροδάφνη
Πυράκανθος
Λυγαριά (καναπίτσα)
Ιτιά
Μυρτιά
Πυξάρι, πυξός
Ακακία
4) Η διάπλαση των παραποτάμιων ή παρόχθιων δασών.
Αυτή απαντάται στα ρέματα που διασχίζουν τον ορεινό όγκο και αντιπροσωπεύεται από την φυτοκοινωνία:του πλάτανου του ανατολικού και σε μικρό αριθμό από την λευκή Λεύκη
5) Γύρω από τις παραδίρφιες κοινότητες καλλιεργούνται γεωργοδενδροκομικές εκτάσεις με τα εξής είδη:
Καρυδιά Juglarus regia
Κερασιά Prunus avium
Βυσσινιά Prunus cerasus
Αγριοκορομηλιά prunus psevdoarmeniana
Αγριομηλιά Pirus malus
Αγριαχλαδιά Pirus communis
Ροδιά Punica granata
6) Σε όλη την έκταση συναντώνται τα εξής είδη από φρύγανα:
Ασφάκα
Αλογοθύμαρο
Αμάραντο
Ασφόδελος
Αγριολίβανο ή λιβανόχορτο
Ακανθώδης θάμνος
Αφάνα
Αγριοφασκομηλιά
Ξυλαφάνα
Βούρλα διάφορα είδη
Γαλατσίδα
Δενδρολίβανο
Θυμάρι
Θρούμπι
Θυμελαία
Άγριο σπαράγγι
Κουνούκλα
Πηγουνιά άσπρη της Εύβοιας
Ρίγανη
Τσάι
7) Σαν ζιζάνια συναντώνται τα εξής:
Φτέρη
Σκάρφη ή ελλέβορος
Αγριόβατος ή θαμνώδης βάτος
Λειχήνες
Βρύα
8) είδη αγρωστωδών
Μακρογένι
Αγρωστίδα η στολονίφερη
Κινοσούρα η εχινόμορφη
Βρίζα η ενδιάμεση
Βραχυπόδιο το φτερωτό
Πόα των δασών
Τούφα
Αγριοκρίθαρο
Ταγή
Καλαμοσίταρο
Ήμερη ήρα
9)Είδη ψυχανθών τα εξής:
Τριφύλλι
Βίκος
Λότος
Ανθυλλίς τα οποία μαζί με τα διάφορα είδη από τα βρύα και τις λειχήνες σχηματίζουν τον χλοοτάπητα της περιοχής.
10)αναρριχώμενα φυτά συναντώνται τα εξής:
Κισσός ο κοινός
Αγιόκλημα
Κληματίς αγράμπελη
Κληματίς φλογώδης
11) Και τα φυτικά παράσιτα:
Ιξός
Μελιός
Νεραϊδόνημα
Γκυ αείφυλλο
Γκυ φυλλοβόλο